Με αφορμή την κατασταλτική επιχείρηση που ξεκίνησε στις 26 Αυγούστου

*Το κείμενο επισυνάπτεται σε μορφή pdf

Αναδημοσίευση από https://athens.indymedia.org/

 

η γλώσσα δεν είναι αγνή, αδιάφορη ή συµπτωµατική

Το τελευταίο χρονικό διάστηµα εκφέρεται δηµόσια από θεσµικά πρόσωπα µία άκρως επιθετική γλώσσα ενάντια σε κοινωνικές ή πολιτικές «οµάδες»[1], ενώ σχεδόν άµεσα οι δηµοκρατικές «ευαισθησίες» φροντίζουν να κρατούν τις προσχηµατικές αποστάσεις τους από τις «ατυχείς αυτές δηλώσεις». Ωστόσο η αντιµετώπιση των «επικίνδυνων», των «περιττών», των «µη κανονικών» τάξεων ως σκουπίδια προς εξαφάνιση από το κράτος, τους µηχανισµούς και τους θεσμούς του, δεν είναι κάτι καινοτόµο. Ειδικότερα, οι κατασταλτικές επιχειρήσεις των εκάστοτε αστυνοµικών και στρατιωτικών αρχών ως «σκούπα» κουβαλάνε ιστορικότητα, παράδοση και συνέχεια πολλών δεκαετιών στον τόπο που ζούµε. Αν υπάρχει µία ενδιαφέρουσα διαφοροποίηση στη δήλωση Μπαλάσκα περί «σκουπιδιών», όπως και στην πρόσφατη δήλωση του Υπουργού Υποδοµών και Μεταφορών Κώστα Α. Καραµανλή πως «το ζήτηµα είναι ότι ο άνθρωπος που µπαίνει τσάµπα στο µετρό πρέπει να νιώθει ως απόβρασµα της κοινωνίας», είναι η εκ νέου µετατόπιση του κυριαρχικού λόγου από τη «σκούπα» στο «σκουπίδι», από τη δοµή στο υποκείµενο. Δηλαδή από τη συνειρµική και εν µέρει ανοµολόγητη στοχοποίηση κάποιων κοινωνικών οµάδων στην άµεση και εκχυδαϊσµένη συγκεκριµενοποίησή της. Όχι µόνο σε κρατικό/θεσµικό πλαίσιο αλλά κυριότερα σε κοινωνικό επίπεδο, δια µέσου της σκόπιµης διάχυσης µιας ρητορικής που αποτυπώνει την ουσία της κρατικής λειτουργίας πέρα από τις προσχηµατικές και τους τρόπους του καθεστωτικού/δηµοκρατικού καθωσπρεπισµού. Τα πρόσωπα που αποτυπώνονται ως «αξιοθρήνητα» οφείλουν να έχουν και να αποδεχτούν µία αντίστοιχη, «κακόµοιρη» αντιµετώπιση από το κράτος αλλά και από το κοινωνικό σώµα. Τα πρόσωπα που παρουσιάζονται ως «σκόνη», προφανώς πρέπει να «καθαριστούν» από τους ιθύνοντες. Eκείνα που καταχωρούνται ως «σκουπίδια» µπορεί και να τσαλαπατηθούν, να ψεκαστούν, να βασανιστούν, να εξαφανιστούν. Τα πρόσωπα που πρέπει να αποδεχτούν τον χαρακτηρισµό «απόβρασµα» πρέπει επίσης να ανεχτούν την τιµωρία και την κοινωνική κατακραυγή που τους αναλογεί. Τα πρόσωπα που χαρακτηρίζονται ως «παγανίστριες, αναρχικές µάγισσες και vegan λεσβίες»[2] δεν υπάρχει πρόβληµα να γελοιοποιηθούν, να χτυπηθούν, να δολοφονηθούν όπως ο Ζακ Κωστόπουλος/Zackie oh! έναν χρόνο πριν.

Σε καθεστώς συστηµικής κρίσης, που επιβάλλει την εξαθλίωση και την κατάσταση εξαίρεσης, το σύστηµα ενσωµατώνει στις αναπαραστάσεις του «κοινωνικού περιθωρίου» ακόµα περισσότερες κοινωνικές οµάδες, ενώ ταυτόχρονα επιχειρεί να διαχειριστεί ή ακόµα και να ανακατευθύνει την «κοινωνική δυσφορία» που αυτή η συνθήκη προκαλεί. Συνεπώς, η κοινωνική κατοχύρωση από πλευράς του συστήµατος ως «µιαρής τάξης» αυτής της ολοένα και πιο εµπλουτισµένης φιγούρας που απειλεί την ακεραιότητα του κυρίαρχου, εθνικού, νεοφιλελεύθερου, αρρενωπού σώµατος καθίσταται ένα από τα βασικότερα στοιχήµατα για την κυριαρχία. Καθώς είναι αυτή που συχνά ξεπερνά τα επιβαλλόµενα κυριαρχικά και θεσµικά όρια αρνούµενη να δεχθεί µία θέση στο βαρέλι των «περιττών», αποδοµώντας τις νόρµες και τα πρότυπα, καταστρέφοντας κάθε φαινοµενικότητα του φυσιολογικού και του υγιούς…

Επιπλέον, η κυριαρχία ανέκαθεν συνέδεε όσα πρόσωπα και οµάδες τής εναντιώνονταν µε εκείνη τη φιγούρα που κινείται στο «κοινωνικό περιθώριο», µε στόχο βεβαίως οι τάξεις των «αντιφρονούντων» να γίνονται αντιληπτές ως εν δυνάµει «εχθρός της κοινωνίας» αντί για εχθρός της κυριαρχίας. Σήµερα, µε τις τάξεις των «αντιφρονούντων» να αποτελούν µέρος αυτής της διεύρυνσης, αναδύεται το οξύµωρο που η ίδια η κυριαρχία προκαλεί: η υποτιθέµενη «µιαρή τάξη» για τις κοινωνίες να αφορά σε όλο και περισσότερα κοµµάτια εντός του κοινωνικού πεδίου. Επιπλέον, οφείλουµε να συνυπολογίζουµε πως ο κυριαρχικός καθορισµός οµάδων ως «επικίνδυνων τάξεων» µε όλες τις υπεραπλουστεύσεις και τις ταξινοµήσεις του «αποτελεί αναπόσπαστο µέρος µιας κρατικής διαδικασίας µε σκοπό όχι µόνο τον κοινωνικό έλεγχο αλλά και τον καθορισµό από το ίδιο το κράτος του πλαισίου εντός του οποίου θα διεξάγεται η όποια εναντιωµατική κίνηση απέναντί του»[3]. Υπό αυτό το πρίσµα, οι τάξεις των πολιτικά «διαφωνούντων» που όχι µόνο δεν θα αποδεχθούν τα χαρακτηριστικά που επιβάλλει η πολιτική του έθνους-κράτους, των θεσµών, του καπιταλισµού και της πατριαρχίας ή που θα αρνηθούν οποιοδήποτε υποτιθέµενο «επαναστατικό σχέδιο» διαµέσου ευθέων ή πλαγίων θεσµικών οδών, αλλά και ταυτόχρονα θα αποπειραθούν να συσχετιστούν και να συγχρονιστούν µε τις «επικίνδυνες τάξεις», θα βρεθούν µε τη σειρά τους και αυτές στην κατηγορία του «σκουπιδιού» που πρέπει να εκκαθαριστεί.

η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει

«Χρειάζεται ευφυΐα και όχι βία»[4]

«Και επί ΣΥΡΙΖΑ είχαν γίνει προσπάθειες, οι οποίες ωστόσο είχαν λοιδορηθεί. […] Η πάγια θέση του ΣΥΡΙΖΑ είναι να υπάρχει ασφάλεια στις γειτονιές, αλλά µε τάξη και σεβασµό» [5]

Αν ενώσουµε τις τελείες στη διαδροµή της δηµόσιας γλώσσας -µαζί µε την ίδια- µπορούν να φωτιστούν κάποια σηµεία στο πώς υποστασιοποιούνται η συνέχεια κάποιων από τις πολιτικές επιλογές των τελευταίων διακυβερνήσεων, τα τρέχοντα σηµεία των ιδεολογικών περιβληµάτων αλλά και η ίδια η κατασταλτική επιχείρηση της 26ης Αυγούστου στα Εξάρχεια. Τι µας είπε η τωρινή διακυβέρνηση (ΝΔ) για τις µικρότερες αστυνοµικές επιχειρήσεις που προηγήθηκαν της 26ης Αυγούστου και θα συνεχιστούν και µετά από αυτήν; Ότι θέλει να φέρει εις πέρας δύο στόχους που αφορούν στην περιοχή των Εξαρχείων: «αφενός να πληγούν τα κυκλώµατα των -κυρίως- αλλοδαπών διακινητών ναρκωτικών και ταυτόχρονα να µονιµοποιηθεί η παρουσία της ΕΛ.ΑΣ. στην περιοχή».

Ας πάρουµε, για παράδειγµα, τον πρώτο από τους δύο στόχους και ας δούµε αυτή τη γλωσσική διαδροµή µέσα στα χρόνια, ξεκινώντας µε την υπόθεση της διαπόµπευσης περί «υγειονοµικής βόµβας» των οροθετικών, τοξικοεξαρτηµένων γυναικών (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ). Εν συνεχεία, ας προχωρήσουµε υπενθυµίζοντας τις διαφηµιζόµενες λογικές που διαχέονταν µε όλα τα µέσα και τους τρόπους: περί «επέλασης των ναρκοµαφιών» στο κέντρο της Αθήνας και την απαραίτητη φωτογράφιση της «επικίνδυνης, άθλιας µάζας» των τοξικοεξαρτηµένων, του «προβλήµατος µε τους µικροπωλητές στην ΑΣΟΕΕ που είναι µαύροι και κάποιοι από αυτούς είναι πρεζέµποροι και νταβατζήδες» (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΑΝΕΛ) και τις «κακόµοιρες γειτονιές που πλέον οι καλοί, ευγενικοί κάτοικοι δεν µπορούν να κυκλοφορήσουν γιατί οι εισβολείς (κατά βάση αλλοδαποί) έχουν κάνει κατάληψη στον δηµόσιο χώρο και έχουν αντικοινωνικές συµπεριφορές» (ΑΝΕΛ, ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ), σε συνδυασµό µε τα πασπαρτού λογύδρια περί της «ασφάλειας που είναι δικαίωµα του πολίτη» (ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ, ΝΔ, ΚΙΝΑΛ…), για να φτάσουµε στο ότι «τα αντικοινωνικά στοιχεία δεν είναι όλα αναρχικοί γιατί υπάρχουν καλοί και κακοί αναρχικοί» (ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ), που βέβαια σήµερα µετατρέπονται σε «σκουπίδια» (ΝΔ)… Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς, γιατί στην επιχείρηση της 26ηςΑυγούστου βλέπαµε µεταξύ άλλων να προβάλλονται, από όλες τις οπτικές γωνίες, χαµογελαστοί κάτοικοι των Εξαρχείων την ώρα που τα ΜΑΤ αποµάκρυναν το κατά τα λεγόµενα «πρόβληµα» των «εξαθλιωµένων» µεταναστ(ρι)ών και των καταλήψεων.

Είναι δεδοµένο όµως ότι αυτά που οι κυρίαρχοι παρουσιάζουν ως «κοινωνικά προβλήµατα» στα Εξάρχεια ή αλλού είναι παράγωγα και επιπτώσεις ενός συστήµατος ιεραρχίας, εκµετάλλευσης, διαχωρισµών και περιθωριοποίησης, και η λογική της ανάθεσης για την επίλυσή τους εµφανίζεται ή και γίνεται αντιληπτή ως νοµοτέλεια παντού. Είναι δεδοµένο επίσης ότι οι επιλογές της κυριαρχίας, προκειµένου να αποκτήσουν κοινωνικό εύρος και νοµιµοποίηση, απαιτούν στρατηγική και πολύ συχνά χρόνο. Αυτό που απ’ ό,τι προκύπτει δεν είναι τόσο δεδοµένο είναι ότι οι επιλογές χρειάζονται και εκείνη τη γλώσσα που θα καταφέρει όχι µόνο να εκφράσει την πραγµατικότητα των προβληµάτων ως «κοινή», όχι µόνο θα προσδώσει τη µορφή και το όνοµα στο «πρόβληµα», αλλά θα καταφέρει να υιοθετηθεί από το κοινωνικό σώµα, έτσι ώστε να µπορέσουν τελικά να νοµιµοποιηθούν και οι εκάστοτε κρατικές επιλογές.

Και κάπου εδώ φτάνουµε στην ενσωµάτωση αυτής της γλώσσας και από εκείνα τα ριζοσπαστικά πολιτικά κοµµάτια που καταστατικά την αντιµάχονται: δεν είναι µόνο η κοινή χρήση εννοιών, βγαλµένων από τη µιντιακή δυστοπία ή την ακαδηµαϊκή γλώσσα περί εγκλήµατος (από την έννοια της ναρκοµαφίας ως τον κοινωνικό κανιβαλισµό). Είναι πως τα κοινωνικά ζητήµατα που εµφανίζονται ως αδιέξοδα αντιµετωπίζονται είτε ως «αγώνας ενάντια στο έγκληµα», άρα και παραγνωρισµένος από τις κοινωνικές και ταξικές του αναφορές, είτε ως µια µορφή πολέµου, όπου τα λεπτά σηµεία, οι λεπτές γραµµές που χωρίζουν τα πρόσωπα και τις καταστάσεις ανάµεσα στο να πράξει κάποιος κάτι παραβατικό από εκβιασµό ή επιλογή συσκοτίζονται, και οι εµπλεκόµενοι αποκτούν ταυτοποιητικά χαρακτηριστικά µε όρους µιας δαιµονικής κοινότητας η οποία πρέπει να εξαφανιστεί. Γιατί ακριβώς η γλώσσα του «πολέµου» µπορεί να ονοµατίζει ως κοινωνικό κανιβαλισµό και αντικοινωνισµό τις (βίαιες) συµπεριφορές των «λούµπεν» αλλά παραδόξως δεν ονοµατίζει αντίστοιχα τις συνήθεις και καθηµερινές (βίαιες) πρακτικές των µικρών και µεγάλων αφεντικών των Εξαρχείων. Η εκµετάλλευση και η βία, για παράδειγµα, ανθρώπου από άνθρωπο είναι εγκληµατική όταν διαπράττεται από «δίκτυα διακινητών» και «ναρκοµαφίες», αλλά δεν συσχετίζεται µε το «έγκληµα» όταν διαπράττεται υπό το φως της ηµέρας, µέσα στο θεσµικό τους πλαίσιο και τον καθωσπρεπισµό. Το «λουµπεναριό» κάθε είδους είναι «εγκληµατικό», τα αφεντικά, οι µάτσο αρρενωπότητες, οι λευκοί διακινητές, τα «εντός κλίµατος» µπραβιλίκια όχι. Με τον όποιο τρόπο, αυτή η γλώσσα νοµιµοποιεί πως οι «εγκληµατικές φιγούρες» αποτελούν πεδίο απόδοσης δικαίου -του όποιου δικαίου- και όχι µορφές που αναδύονται από τον κοινωνικό-ταξικό ανταγωνισµό. Είναι δηλαδή τα πρόσωπα και οι κοινότητες που πρέπει να αποµακρυνθούν µε τιµωρητικό ή υγειονοµικό τρόπο από το κοινωνικό σώµα και όχι οι σχέσεις εξουσίας και εκµετάλλευσης που οφείλουν να ανατραπούν.

Οι δύο κρατικοί στόχοι και µία παρένθεση

Οι προαναφερόµενοι, δεδηλωµένοι, δύο στόχοι του κράτους στην πραγµατικότητα είναι ο εξής ένας: η κατοχύρωση της παρουσίας της αστυνοµίας στα Εξάρχεια. Σε ό,τι αφορά στον «πόλεµο κατά των ναρκωτικών», δεν χρειάζεται να κατατεθεί η ελάχιστη επιχειρηµατολογία για το ότι είναι το λιγότερο γελοίο να υπερθεµατίζουν οι ιθύνοντες πως µία από τις ισχυρότερες (παρα)οικονοµίες του κόσµου, τα ναρκωτικά, αποτελούν κρατικό στόχο, και ακόµα πιο τραγικό βέβαια είναι να υπάρχουν κάποιοι/ες που να το πιστεύουν. Κάνοντας µία ρεαλιστική µετάφραση των υποκριτικών λεγόµενών τους, θα λέγαµε ότι απλώς µας λένε πως το κράτος επιλέγει κατά καιρούς, βάσει των συµφερόντων του, διαφορετικές τοποθεσίες που θα «σπρώξει» τα προβλήµατα που το ίδιο προκαλεί. Αν έχει κάτι σηµασία, είναι να υπενθυµιστεί ότι τα λεγόµενα «ναρκωτικά» ήταν ανέκαθεν ένα εργαλείο του κράτους για τον έλεγχο, την τιθάσευση και εν τέλει την εξαφάνιση «περισσευούµενων» προλετάριων, «νεαρών, ευαίσθητων, άτακτων» προσώπων καθώς και απελευθερωτικών κινηµάτων -ειδικότερα σε περιόδους µετά από εξεγερσιακά συµβάντα που εµφανίζεται αριθµητική αύξηση όσων ελκύονται από τις ιδέες και τις πρακτικές του εκάστοτε εξεγερσιακού κινήµατος. Από τις ΗΠΑ (όπου κηρύχθηκε «ο πόλεµος κατά των ναρκωτικών» και η «αντιναρκωτική εκστρατεία» για την καταστολή των «µαύρων πανθήρων» αλλά και ως αφορµή για τις σαρωτικές αστυνοµικές επιχειρήσεις στα γκέτο των αφροαµερικανών), τη Γαλλία, τη Γερµανία και την Ελβετία τις δεκαετίες του ΄70 και του ΄80 (όπως το needle park και ο σχεδόν αφανισµός ενός πολυπληθούς αντιεξουσιαστικού ρεύµατος στη Ζυρίχη), την Αργεντινή του 2000, µέχρι και στα δικά µας µέρη, στα Εξάρχεια ως επί το πλείστον στις αρχές της δεκαετίας του ’80 (όπου κυκλοφόρησε ευρέως η ηρωίνη και µάλιστα το τότε αναρχικό κίνηµα αντιπληροφορούσε µε αφίσες πως «οι µπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη») και φυσικά µετά την εξέγερση του 2008 µέχρι τις µέρες µας. Όπως έχει µία σηµασία να επανεµφανιστεί στο προσκήνιο η πολιτική θέση πως οι εξαρτήσεις εν γένει είναι εργαλείο-µέθοδος του κράτους, του καπιταλισµού, των θεσµών και κάθε εξουσιαστικού µορφώµατος.

Τα ναρκωτικά ζουν και βασιλεύουν παντού και ως εµπόρευµα είναι ταξικά, από την παραγωγή έως την κατανάλωσή τους. Οι κοινότητες στους τόπους όπου παράγονται οι «πρώτες ύλες» θα εξακολουθούν να πεθαίνουν από ανείπωτη εκµετάλλευση και από την εκεί ωµή καταστολή. Οι «ναρκοµαφίες» στους δρόµους θα συνεχίσουν να κυκλοφορούν µε τα κατά τόπους αρµόζοντα εµφανισιακά στυλ, τα «γκάνια» τους θα είναι επιµελώς κρυµµένα, οι «βιασµοί» θα γίνονται κεκλεισµένων των θυρών, οι «πόρτες» των νυχτοµάγαζων, των πάρτι, των συναυλιών θα είναι ορθάνοιχτες για αγοραπωλησία. Και από την άλλη, ο κόσµος θα κάνει τη χρήση των ουσιών που υπόσχονται ότι θα ικανοποιήσουν περιστασιακά ή τακτικά την απουσία/έλλειψη ευχαρίστησης, χαλαρότητας, πάθους, σχέσεων, νοήµατος. Κυκλοφορία εµπορεύµατος και κατανάλωση. Με «αξιοπρέπεια», όταν πληρούνται κάποιες προϋποθέσεις: το κάθε πρόσωπο να ανταποκρίνεται στα πολιτισµικά πρότυπα και τις κανονικότητες του κάθε τόπου και φυσικά να διαθέτει χρήµατα… Γιατί όσα πρόσωπα δεν πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις θα συνεχίσουν να περιφέρονται και να παραπαίουν στα πεζοδρόµια, στα στενά και τους δρόµους κάποιων άλλων γειτονιών που θα τους σπρώξει το κράτος, µε αυτά τα «επικίνδυνα, ζοφερά, εξαθλιωµένα, βρώµικα, χεσµένα, σηµαδεµένα» σώµατά τους που τόσο ενοχλούν. Όσο για τις «ευαίσθητες ισορροπίες» αυτού του κόσµου αναφορικά µε τις ουσίες, τις εξαρτήσεις και τα κέρδη του, ο κρατικός µηχανισµός (στρατοί, αστυνοµίες, εισαγγελείς, δικαστές, πολιτικοί) είναι πανταχού παρών, από τις ηγεσίες έως και τους τελευταίους ένστολούς του, ως τοποτηρητής και εγγυητής του και φυσικά ως δήµιος των πλέον «αδύναµων κρίκων» του.

Εξάρχεια, ζωές που συναντιούνται, συνυφαίνονται και συγκρούονται

Πολλοί/ές µέσα στα χρόνια προσπάθησαν και προσπαθούν να αναπαράξουν ή και να αναδηµιουργήσουν για τα Εξάρχεια τους εκάστοτε ιστορικούς συµβολισµούς και να ξαναγράψουν την ιστορία τους «ως αφήγηση ενός γραµµικού χρόνου οµοιογενούς και κενού»[6]. Υπάρχουν εκείνες οι αφηγήσεις που στην ουσία χρησιµοποιούν την ιστορία των ριζοσπαστικών κινήσεων που βρήκαν το έδαφός τους στη γειτονιά των Εξαρχείων προκειµένου να φτιάξουν µια εύπεπτη (και εντέλει ακίνδυνη) εικόνα ανοιχτότητας και εναλλακτισµού, προς όφελος παντός είδους εξευγενισµών. Υπάρχουν και εκείνες οι αφηγήσεις που εγκαθιδρύουν την ιστορία των ριζοσπαστικών κινήσεων της γειτονιάς ως «ενιαία και αδιαίρετη» (από τις «πρώτες» µολότοφ της ΕΠΟΝ ως τις µολότοφ του Δεκέµβρη του ‘08 και πάει λέγοντας) και λειτουργούν µε όρους «µουσειοποίησης» της ιστορίας προς κάθε (ηγεµονική) πολιτική χρήση.

Όπως είναι γνώριµο, δεν υπάρχει κανένα πείραµα, καµιά γεωγραφία, καµία προσπάθεια, καµία δηµιουργία, καµία κίνηση και καµία ακινησία που να διαπερνούν ή να εναντιώνονται στις κυρίαρχες επιταγές και να µην βρίσκονται αντιµέτωπα µε τη θεαµατική και εµπορευµατική τους µεσολάβηση. Τα Εξάρχεια έχουν βιώσει πολλών ειδών τέτοιες προσπάθειες. Από προσπάθειες παραµορφωµένης αναπαράστασης των αδιαµεσολάβητων κοινωνικών διεργασιών τους, µέχρι και προσπάθειες απονοηµατοδότησης όλων όσα υποτίθεται ότι πρεσβεύουν. Όπως σήµερα, µε την εµπορευµατοποίηση σχεδόν κάθε δραστηριότητας, κάθε γωνιάς, κάθε συνάντησης. Με την αφοµοίωση των υπό- και αντί- κουλτούρων από το θέαµα και την αντικατάστασή τους από τον εναλλακτισµό. Ενώ δεν έχει µείνει αλώβητος των µεσολαβήσεων κι ένας από τους σπόρους της εξεγερσιακότητας, που είναι η σύγκρουση: αποχαρακτηρίζεται ή αποκόβεται από τους λόγους της, στουµπώνεται σε στατική ή κινούµενη εικόνα για να µετατρέπεται σε στιγµές σε διαφήµιση «live your myth».

Κανείς δεν µπορεί να αµφισβητήσει πως η συγκεκριµένη γειτονιά, υπήρξε ιστορικό επίκεντρο των αντιστάσεων από τη δεκαετία του ‘60 και έπειτα, ή πως είναι το έδαφος όπου συναντιούνται και γονιµοποιούνται πολλές υπο- και αντι-κουλτούρες. Όπως κανείς δεν µπορεί να αµφισβητήσει πως αποτέλεσε ανέκαθεν ένα ιδιότυπο έδαφος «ανάπαυλας» για κάθε πρόσωπο που «εξοριζόταν» από οποιοδήποτε άλλο σηµείο της πόλης. Πάντα όµως ήταν πανταχού παρόντα τα µαγαζιά και οι µαγαζάτορες, αυτοί που πνίγονταν όχι από τα δακρυγόνα αλλά από τα «µπάχαλα». Πάντα υπήρχαν τα µπραβιλίκια (ειδικά από τότε που η περιοχή απέκτησε πληθώρα εναλλακτικών νυχτοµάγαζων από τα µέσα του 2000), τα ναρκωτικά, που βρήκαν γόνιµο έδαφος στο θεµατικό πάρκο της νυχτοκατανάλωσης, η «κινηµατική καφρίλα», οι «συµµαχίες µε τον διάβολο», οι λογικές της ενσωµάτωσης κ.ο.κ.

Τα «κοινωνικά προβλήµατα» δεν υπάρχουν αφ’ εαυτού, δεν εµφανίζονται από το πουθενά και σίγουρα δεν αφορούν απλές µορφές «προβληµάτων» πάνω στα οποία απαιτείται µια «εναντιωµατική ενέργεια» που θα δράσει καταλυτικά: η δράση για την καταστροφή της «µορφής» του προβλήµατος (στη συγκεκριµένη περίπτωση των οµάδων που σπρώχνουν ουσίες στα Εξάρχεια), απλά αορατοποιεί τις συνθήκες, τα συµφέροντα και τις κοινωνικές/ταξικές σχέσεις που το γεννούν. Αν δεν υπονοµεύεται ολόκληρος ο πολιτισµός αυτού του κόσµου, αυτό που αποµένει είναι µια ιδιότυπη κατασταλτική δράση απέναντι σε κάποιον ουρανοκατέβατο «κοινωνικό κανιβαλισµό» που τον επιτελούν απλά κάποια πρόσωπα. Όσο µάλιστα τα πρόσωπα αυτά µορφοποιούνται πάνω στους «ξενόφερτους απόκληρους» τόσο η κατάσταση εξαίρεσης θα επιβεβαιώνει την κοινωνική διασπορά της. Ενώ το οποιοδήποτε «πρόβληµα» αφήνεται αλώβητο να αναπαραχθεί σε νέους τόπους, χρόνους και υποκείµενα.

Αυτό που κάνει ιδιαίτερα τα Εξάρχεια είναι ότι για δεκαετίες αµφισβητούνται όσα σε άλλες γειτονιές αποτελούν κυρίαρχα σηµεία της ταυτότητάς τους: εξατοµίκευση, αδράνεια, µαταιότητα, στασιµότητα, ανθρωποφαγία. Πάντα υπήρχαν ζωντανές εκείνες οι κινηµατικές και κοινωνικές δυνάµεις που έσπαγαν τα µονοπώλια αυτών των «αξιών». Το ότι αυτές οι αξίες όµως αµφισβητούνται δεν σηµαίνει ότι δεν είναι πανταχού παρούσες ή ότι τα Εξάρχεια αποτελούν έναν εξαγνισµένο ιστορικό τόπο ανταρσίας που µόλις πολύ πρόσφατα δέχεται τις πιέσεις του «κοινωνικού κανιβαλισµού» και των οργανωµένων κρατικών-κατασταλτικών σχεδιασµών. Τα Εξάρχεια, µπορεί στην τρέχουσα συγκυρία να βρίσκονται στο επίκεντρο µιας κατασταλτικής εκστρατείας (που φροντίζει επιµελώς τους επικοινωνιακούς της κώδικες) στο κέντρο της Αθήνας, ωστόσο αποτελούν το δέντρο και όχι το δάσος της κρατικής καταστολής. Είναι ένα πολυπόθητο τρόπαιο για το κράτος και το παιχνίδι των συµβολισµών του ενάντια σε κάθε µορφή κοινωνικής αντίστασης και κάθε έδαφος που µπορεί να προσφέρει άσυλο σε φυγάδες και σε απόκληρους/ες. Τα κατασταλτικά δόγµατα που εφαρµόζονται στη συγκεκριµένη γειτονιά συνυφαίνονται µε την όξυνση της καταστολής των µεταναστ(ρι)ών, τις επιχειρήσεις σκούπα στο κέντρο της πόλης ενάντια στους «περιττούς», την ανέγερση νέων φυλακών και στρατοπέδων «φιλοξενίας»… Το ζήτηµα των Εξαρχείων και της καταστολής τους δεν θα παιχτεί στους στενούς τους δρόµους (ή όχι µόνο εκεί τουλάχιστον). Θα παιχτεί στους δρόµους, τα πεζοδρόµια, τις πλατείες και τις λεωφόρους κάθε γειτονιάς, θα παιχτεί στους τοίχους, τις συνελεύσεις, τα πειράµατα, τις σχέσεις, τη δηµιουργικότητα, την παραγωγή αντιδοµών, τις κοινωνικές συγκρούσεις…

Όταν το συµβάν δεν αντιµετωπίζεται ως µία στιγµή αποκάλυψης

«η ιδεολογία δεν είναι ένα έτοιµο πρόγραµµα προς εφαρµογή και κατά βάθος δεν εξηγεί τίποτα -µάλλον η επίδρασή της πάνω σε ένα συµβάν είναι εκείνο που πρέπει να εξηγηθεί.»[7]

Η «υπόθεση Εξάρχεια», στην παρούσα συγκυρία, είχε έρθει στο προσκήνιο από την προηγούµενη διακυβέρνηση (ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ) µε την καταστολή να συµπληρώνει στη χειραγώγηση ένα µελετηµένο παιχνίδι απόσπασης συναινέσεων (µε διαφόρων ειδών θεσµούς και υπουργούς να καλούν µέχρι και σε «κινηµατικό διάλογο»). Αν τα «ναρκωτικά» και η «παραβατικότητα» προκρίθηκαν ως το καταλληλότερο πρόσχηµα για τις κατασταλτικές επιχειρήσεις όλο αυτό το διάστηµα µέχρι και σήµερα, µένει να το εξετάσει το αναρχικό, αντιεξουσιαστικό και κάθε κίνηµα που κρίνει ότι το αφορά.

Σε πολιτικό-κοινωνικό και οικονοµικό επίπεδο, η δεξιά διακυβέρνηση -ελλείψει σοβαρών διαφοροποιήσεων από την αριστερή εκδοχή της στις επιταγές της νεοφιλελεύθερης κρατικής/καπιταλιστικής διαχείρισης και χωρίς να επικεντρώνει στους «συναινετικούς διαλόγους» (όπως οι προκάτοχοι της)- πριµοδοτεί την επίδειξη και τον σχεδιασµό κατασταλτικών στρατηγικών, προκειµένου να επιβάλει και να συνεχίσει µία εν πολλοίς κοινή ατζέντα: το ξεχέρσωµα κάθε ανεξέλεγκτης από το κράτος εστίας αντίστασης και κοινοτικής ζωής, κάθε αλληλεπίδρασης και κοινού αγώνα των «εξαιρούµενων» µεταναστ(ρι)ών µε τους ντόπιους (και µάλιστα ενόψει περαιτέρω σκλήρυνσης της αντιµεταναστευτικής πολιτικής του ασύλου, των στρατοπέδων και της αορατότητας), το χτύπηµα κάθε απελευθερωτικής δυνατότητας που γεννούν αυτές οι σχέσεις (από τη δηµιουργία αντιδοµών µέχρι τη σύγκρουση)· την εγκαθίδρυση της αστυνοµικής παρουσίας ως τοποτηρητή ενός γενικευµένου πλάνου «εξευγενισµού» των Εξαρχείων (µε τα µετρό, τα µουσεία, τις πεζοδροµήσεις και το ιδεολόγηµα της «καθαρής πόλης») που θα προστατεύει τις στοχεύσεις ενός αδυσώπητου real estate (από τις αγοραπωλησίες και ενοικιάσεις ακινήτων, το air-bnb και τη δηµιουργία τουριστικών δοµών µέχρι τον έλεγχο της αγοράς των συγκεκριµένων περιοχών του κέντρου της Αθήνας) µε την ταυτόχρονη καταστολή (ιδεολογικά και υλικά) της µοναδικής αντιπρότασης στο ζήτηµα της ιδιοκτησίας, της κατοικίας, της διαχείρισης των καθηµερινών αναγκών και της δηµιουργίας απελεύθερων σχέσεων, που είναι οι καταλήψεις· και φυσικά τον έλεγχο και την καταστολή ενός τόπου όπου παρά τα προβλήµατα και τις αντιφάσεις του εξακολουθούν να λαµβάνουν χώρα (ή να υπάρχουν ως υπαρκτές δυνατότητες) κοινωνικές ζυµώσεις και αγώνες µε απελευθερωτικό, ανατρεπτικό προσανατολισµό.

Άλλωστε, η συγκεκριµένη «υπόθεση Εξάρχεια» αντλεί αλλά και παρέχει τους συµβολισµούς της στο σήµερα µέσω µίας ευρύτερης και ακόµα πιο κρίσιµης στρατηγικής που αναλαµβάνει η νέα δεξιά διακυβέρνηση. Συνέχιση και επίταση της λεηλασίας και της ισοπέδωσης υπό το µανδύα των «αναπτυξιακών και ενεργειακών σχεδιασµών» (λιµάνι Πειραιά, πρώην αεροδρόµιο Ελληνικού, Σκουριές, εξορύξεις υδρογονανθράκων, αιολικά πάρκα κ.ά.), περαιτέρω οχύρωση του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης µε επίταση των ιδεολογηµάτων της ασφάλειας και της νοµιµότητας (κατάργηση πανεπιστηµιακού ασύλου, επαναφορά της µηχανοκίνητης οµάδας ΔΕΛΤΑ, αύξηση των προσλήψεων στα σώµατα ασφαλείας, αστυνοµικές ταυτότητες µε βιοµετρικά δεδοµένα κ.ά.), όξυνση της κατάστασης «εξαίρεσης» και γκετοποίησης των µεταναστ(ρι)ών (σχεδιασµοί για κατάργηση του δεύτερου βαθµού εξέτασης ασύλου, επίταση των απελάσεων, µετατροπή κέντρων «φιλοξενίας» ή «υποδοχής» σε κλειστά κέντρα κράτησης, παροχή υπό προϋποθέσεις πρωτοβάθµιας ιατροφαρµακευτικής και νοσοκοµειακής περίθαλψης) αλλά και των έγκλειστων σε στρατόπεδα/φυλακές/ψυχιατρεία, διάχυση του εθνικισµού και µιλιταρισµού µε παράλληλη αναβάθµιση του στρατιωτικο-αστυνοµικού συµπλέγµατος και των πολεµικών ρητορικών και φυσικά περιθωριοποίηση και καταστολή όσων αντιστέκονται ή δεν χωράνε στην εθνική/έµφυλη/πολιτισµική/ταξική «κανονικότητα» των δογµάτων του «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια».

Η στοχοποίηση από το ελληνικό κράτος του αναρχικού, αντιεξουσιαστικού χώρου δεν σταµάτησε ποτέ, αυτό που συνέβαινε και συµβαίνει είναι οι αλλαγές των κατασταλτικών ιδεολογηµάτων και στρατηγικών. Εδώ και δεκαετίες, αυτός ο χώρος είναι σχεδόν ο µόνος που δοκιµάζει, προτείνει, εκτίθεται µε σκοπό την ανατροπή αυτού του κόσµου. Έρχεται αντιµέτωπος µε την καταστολή σχεδόν σε κάθε πτυχή της καθηµερινότητάς του. Η συµβολοποίηση της σχέσης των αναρχικών µε τα Εξάρχεια έχει µεγάλη ιστορία, ωστόσο η καταστολή δεν περιορίζεται σε αυτό το αστικό πεδίο…

Κάποιες σκέψεις…

«Δεν σας κρύβω ότι κατά τη γνώµη µου αφού εµπεδωθεί ένα κλίµα ασφάλειας και τάξης και ενίσχυσης της παρουσίας της ελληνικής αστυνοµίας στις περιοχές αυτές, χρειάζεται πάρα πολλή δουλειά στις γειτονιές κι αυτή είναι µία δουλειά που δεν είναι αστυνοµική […]. Είναι πολύ σηµαντικό να αρχίσουµε να µιλάµε στα παιδιά στις γειτονιές, κι αυτό σηµαίνει ότι θα πρέπει να υπάρξει µία συζήτηση στην οποία θα υπάρξουν εναλλακτικές αφηγήσεις απέναντι σε αυτό που σήµερα φαίνεται, ακούγεται ελκυστικό στ’ αυτιά ορισµένων που είναι ένας λόγος ριζοσπαστικός, εξτρεµιστικός, ένας λόγος, αν θέλετε, βαριά κριτικός.»[8]

Η κατασταλτική επιχείρηση της 26ης Αυγούστου στα Εξάρχεια είχε τις σηµασίες της, κατονόµασε τους στόχους της, κατέστειλε και απείλησε ότι θα επιβάλει τις δικές της αφηγήσεις.

Αν µπορεί να σταθεί κάτι ανάχωµα στις συστηµικές αφηγήσεις, αυτό δεν είναι παρά οι συλλογικές αφηγήσεις των αντιστεκόµενων, αυτές που δεν διαχωρίζουν τη µορφή από το περιεχόµενο, τον λόγο από τη δράση, τη δοµή από τα υποκείµενα. Αυτές οι αφηγήσεις που δεν ιεραρχούν καταπιέσεις, δεν συρρικνώνονται στη διχοτόµηση δήµιων και θυµάτων, διαφοράς και οµοιότητας, αλλά βασίζονται στην αντίληψη ενός κόσµου καταπιεστών και καταπιεζόµενων, που είναι και η µόνη αντίληψη για να αναπνέουν οι αντιστάσεις.

Οι µηχανισµοί γνωρίζουν καλά πως οι νέες ταξινοµήσεις (είτε γλωσσικές είτε βιοπολιτικές) είναι µια κάποια λύση στις κρίσεις του συστήµατος και την ανασυγκρότησή του, καθώς αυτές αναδιατυπώνουν και αναδιατάσσουν τις κοινωνικές σχέσεις. Και αν οι λέξεις κλειδιά για τις κρίσεις, σε διαλεκτική µε την κοινωνία, είναι η αστάθεια και η αβεβαιότητα, τότε αυτό που µας αφορά είναι: ποιες είναι αυτές οι «νέες» σχέσεις που παλεύουν οι κυρίαρχοι να επιβάλουν και πώς θα τους αντισταθούµε;

Ίσως αντί να µας απορροφήσει η ιεροτελεστία της εξουσίας, του κράτους, του καπιταλισµού, της πατριαρχίας, θα ήταν προτιµότερο να προσπαθήσουµε να συνταιριάξουµε, συνθέσουµε, δηµιουργήσουµε πολλαπλότητες αυτοοργανωµένης αντίστασης και καθηµερινής ζωής που δεν θα ανάγονται στο σύνολο των µερών τους αλλά που διακαώς θα αναρωτιούνται βηµατίζοντας τι σηµαίνει να παίρνουµε µέρος, να χειραφετούµαστε, να αντιστεκόµαστε, να συνδεόµαστε µε τις ζωές και τις δράσεις των άλλων.

αναρχικές/οί από τις δυτικές συνοικίες της αθήνας και τον πειραιά

………………………………..

[1]«Ξεκίνησε μια αθόρυβη, τελευταίας τεχνολογίας ηλεκτρική σκούπα, θα μπορούσαμε να πούμε, η οποία είναι η αστυνομία, η οποία σιγά σιγά θα ρουφήξει όλα τα σκουπίδια μέσα από τα Εξάρχεια. Προοδευτικά, δημοκρατικά με το σχεδιασμό από τα επιτελεία της αστυνομίας… Δεν εννοούμε τους μετανάστες που αποτελούν μία σκόνη, που μπορεί να έχει ενοχλητικό χαρακτήρα, αλλά δεν έχει καίριο χαρακτήρα για τα Εξάρχεια. Εννοούμε τα πραγματικά σκουπίδια, τις δέκα καταλήψεις, τις οποίες τις έχουν σκληροί ποινικοί, ακροαριστεροί, ακροαναρχικοί, άνθρωποι ιδιαίτεροι…». Tο παραπάνω αποτελεί απόσπασμα από τηλεοπτική δήλωση του συνδικαλιστή μπάτσου Μπαλάσκα Σταύρου (από τη θέση του αντιπροέδρου και ειδικού γραμματέα ΠΟΑΣΥ) το πρωί της 26ης Αυγούστου, κατά τη διάρκεια της αστυνομικής επιχείρησης εκκένωσης 4 καταλήψεων στα Εξάρχεια.

[2]Ατάκες σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις ενός γνωστού ματαιόδοξου τηλεμαϊντανού, δημοσιογραφίσκου και νυν βουλευτή της ΝΔ.

[3]Ann Laura Stoler (1995, “race and the education of desire […]”)

[4]Πέτσας Στ. (κυβερνητικός εκπρόσωπος ΝΔ), 26.08.2019

[5]Ζαχαριάδης Κ. (βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ), 26.08.2019

[6]BenjaminWalter (“Θέσεις για την Ιστορία της Φιλοσοφίας”)

[7]Traverso Εnzo (“Η ιστορία ως πεδίο μάχης”)

[8]Βορίδης Μ. (Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης), 26.08.2019

HIP HOP LIVE, Κυριακή 20/10 7.30μμ, θεατράκι Χαραυγής (Κερατσίνι)

αυτοοργανωμένο – αντιεμπορευματικό
HIP HOP LIVE
Κυριακή 20/10, 7.30μμ
θεατράκι Χαραυγής (μπαλκόνια, δίπλα από το 4ο ΓΕΛ Κερατσινίου)
lecushe – Λούσι
Ανάποδο χαμόγελο
Mixalakic
Ατασθαλία

Σχολείο, οικογένεια, στρατός, εκκλησία, ΜΜΕ, κόμματα, μπάτσοι, αφεντικά
θέλουν να μας κάνουν πειθήνιους υπηκόους

Δεν μπαίνουμε στη γραμμή
της ομοιομορφίας
της πειθαρχίας
του ρατσισμού
του σεξισμού
του μιλιταρισμού
του εθνικισμού
του φασισμού

Στα γρανάζια του συστήματος
να είμαστε η άμμος και όχι το γράσο

το πείρα(γ)μα
πρωτοβουλία ενάντια στον θεσμό της εκπαίδευσης από το ρεσάλτο
αναδημοσίευση από το http://anarxiko-resalto.blogspot.com/

Αν η φτώχεια είναι έγκλημα, αυτοί που την επιβάλλουν και την περιφρουρούν τι είναι;

 

Κείμενο με κάποιες σκέψεις για τις διώξεις και την προφυλάκιση μου για την υπόθεση LEROY MERLIN

Σε κάποιο πολυκατάστημα μεγάλης πολυεθνικής εταιρείας, 2 άνθρωποι λόγω της συνθήκης ένδειας που τους έχει επιβληθεί, προσπαθούν ν’ αϕαιρέσουν κάποια προϊόντα χωρίς να τα πληρώσουν. Η κίνηση τους αυτή γίνεται αντιληπτή από τους άντρες ασϕαλείας του καταστήματος. Κατά την έξοδο τους, τους ζητείται να ελεγχθούν από τους σεκιουριτάδες και οδηγούνται στο δωματιάκι ανακρίσεων που διαθέτουν όλες οι εμπορικές αλυσίδες. Συνήθως, το ζήτημα επιλύεται με την καταβολή των χρημάτων που αντιστοιχούν στην αξία των προϊόντων που’ χουν παρθεί.

Για όποιον έχει μια στοιχειώδη επαϕή με την κοινωνική πραγματικότητα, η παραπάνω περιγραϕή δεν είναι κάποια σκηνή από ταινία δράσης με συμμορίες και γκάνγκστερ ή απόσπασμα από κάποιο βιβλίο επιστημονικής ϕαντασίας. Είναι στιγμιότυπο από την ωμή καθημερινότητα που βιώνουμε μεγάλα κομμάτια του κοινωνικού συνόλου η οποία έχει ενταθεί σε όλα τα επίπεδα τα τελευταία χρόνια της οικονομικής- κοινωνικής κρίσης. Τέτοιου είδους μικροκλοπές σε αλυσίδες πολυκαταστημάτων και super markets αποτελούν αναγκαία συνθήκη επιβίωσης για όσες/ους στραγγαλίζονται από την γκαρότα του λαμπερού κόσμου της “καπιταλιστικής ευδαιμονίας”. Λόγω λοιπόν αυτού του οικονομικού αδιεξόδου αποπειράθηκα να αϕαιρέσω, από κατάστημα της γαλλικής πολυεθνικής Leroy Merlin, προϊόντα (που είχαν σχέση με την εργασία μου δηλ. πρίζες, ασϕάλειες) αξίας 180 ευρώ. Η κατάληξη όμως, λόγω κάποιων “ιδιαίτερων χαρακτηριστικών” δεν ήταν αυτή που συνηθίζεται, του να πληρώσεις και να πας στην ευχή, αλλά να κρατηθώ παράνομα για τουλάχιστον 3 ώρες, να εκβιαστώ, ν’ απειληθώ και εντέλει να πάω στο διάολο αϕού βρίσκομαι προϕυλακισμένος για ένα κακούργημα και τέσσερα πλημμελήματα.

Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά για το πώς εξελίχθηκε και πως κατέληξε αυτή η ιστορία, τόσο για μένα όσο και για τους υπόλοιπους συντρόϕους που εμπλέκονται στα γεγονότα δεν είναι άλλα από τις πολιτικές μας επιλογές, από την πολιτική μας ταυτότητα και δράση. Από την συνεπή και ανυποχώρητη, εδώ και σχεδόν 20 χρόνια, επιλογή να αποτελούμε αναπόσπαστο κομμάτι του αναρχικού κινήματος.

Τα γεγονότα

Συνοπτικά, για σχεδόν 3 ώρες η εταιρεία ασϕαλείας Ovit Α.Ε. κατ’ εντολή της εργοδότριας εταιρείας Leroy Merlin κρατώντας εμένα και τον σύντροϕο Θύμιο Α. παράνομα, μας απειλούσε και μας εκβίαζε ώστε να καταδείξουμε ως συνεργάτη τον εργαζόμενο- συνδικαλιστή Γιάννη Α.

Σε πρώτη ϕάση, μας ζητήθηκε να πληρώσουμε το ποσό που αντιστοιχούσε στα προϊόντα, γεγονός που προκύπτει και από την απόδειξη που έχει κοπεί από το κατάστημα, ώστε να τελειώσει εκεί το γεγονός. Λόγω της αδυναμίας από την μεριά μας να πληρωθούν επιτόπου, ειδοποιήθηκε ένας σύντροφος ο οποίος έσπευσε στο κατάστημα για να πληρώσει το ποσό και ο οποίος ήρθε σε επαφή με σεκιουριτά για να του γνωστοποιήσει ότι έχει φέρει τα χρήματα. Όσο περιμέναμε, γνωστοποίησα στους σεκιουριτάδες την προηγούμενη καταδίκη μου, εξηγώντας τους πως η εμπλοκή της αστυνομίας και μια νέα σύλληψη πιθανόν να οδηγούσε σε νέα προφυλάκιση, όπως και έγινε. Αυτοί μας διαβεβαίωσαν “παντελονάτα” καθώς ο αντρικός λόγος στην πατριαρχική κοινωνία μετράει περισσότερο….ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί και ότι το ζήτημα θα λυθεί άμεσα αφού τέτοια περιστατικά συμβαίνουν σε καθημερινή βάση.

Μετά από αρκετή ώρα αναμονής το όλο “φιλικό” κλίμα άλλαξε με την άφιξη στο δωματιάκι του ιδιοκτήτη της εταιρείας φύλαξης, Κωνσταντίνου Δρίβα. Αφού μας συστήθηκε, είπε ότι πρέπει να μιλήσει με την διεύθυνσή της εταιρείας. Καθ’ όλη την διάρκεια της ομηρίας μας, ο Δρίβας ήταν σε διάλογο με τους εργοδότες του καθώς μπαινόβγαινε για να συνομιλεί μαζί τους. Κάποια στιγμή μας ενημέρωσε ότι δεν τους ενδιέφεραν πλέον τα χρήματα γνωστοποιώντας μας ότι προτεραιότητα τους ήταν να εμφανιστεί ως συνεργός μας ο εργαζόμενος στο εν λόγω κατάστημα Γιάννης Α.

Τι μεσολάβησε, όμως, όλες αυτές τις ώρες και δεν τους ενδιέφεραν πλέον τα λεφτά; Γνωρίζοντας πλέον τους ανοιχτούς λογαριασμούς μου με το κράτος, θεώρησαν ότι έχουν στα χέρια τους έναν αδύναμο κρίκο και δεν πρέπει να αφήσουν αυτή την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη, έτσι κάλεσαν τον ειδικό. Ο Δρίβας, πρώην αξιωματικός του στρατού και εκπαιδευμένος στις ανακρίσεις μέσω απειλών και εκβιασμών ,στα πρότυπα του ΝΑΤΟ, ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος να χειριστεί την κατάσταση, για αυτό εξάλλου ήρθε στο κατάστημα.

Εμφανίζοντας τον Γιάννη ως συνεργό, γινόταν αυτόματα εφικτή η απομάκρυνση του από την θέση εργασίας, ξεμπερδεύοντας μια και καλή η εταιρεία από την “γάγγραινα”, όπως χαρακτηριστικά τον ανέφερε ο υπεύθυνος ασφαλείας. Κάποια στιγμή μας ζήτησε να γράψουμε υπεύθυνη δήλωση που θα τον αναφέραμε ως συνεργάτη μας αλλιώς η κλήση της αστυνομίας ήταν μονόδρομος. Αφού συντάξαμε μια δήλωση που έγραφε ότι αφαιρέσαμε κάποια αντικείμενα και το ποσό χωρίς να αναφέρουμε τον εργαζόμενο, ο Δρίβας φανερά εκνευρισμένος τις πήρε και τις έσκισε. Ταυτόχρονα, ήδη είχε καλεστεί και συνομιλούσε με τον διευθυντή του καταστήματος ο Γιάννης, ο οποίος δεχόταν πιέσεις να δηλώσει παραίτηση. Ο Δρίβας γυρνώντας από την συνάντηση στην οποία ο Γιάννης Α. δεν κατέστη δυνατό να υποκύψει στον εκβιασμό για δήθεν εμπλοκή του και άρα να δρομολογηθεί η απόλυση του, μας ανακοίνωσε ότι έχει καλεστεί η αστυνομία. Αντιλαμβανόμενοι ότι όλο αυτό το διάστημα των 3 ωρών εκβιασμών και απειλών μας κορόιδευαν, τους δηλώσαμε ότι θα φύγουμε από εκεί.

Όταν ο Δρίβας άρχισε να γίνεται επιθετικός ενημερώθηκαν οι συντρόφισσες και σύντροφοι που’ χαν έρθει για να δώσουν τα χρήματα και περίμεναν εκτός καταστήματος, για τη τροπή που πήραν τα πράγματα. Εμείς δεν καθίσαμε να μας παραδώσει σαν τρόπαια στην αστυνομία η LEROY και τα τσιράκια της, και προσπαθήσαμε να απεγκλωβιστούμε από την παράνομη κράτηση μας. Σε αυτό το σημείο ο Δρίβας άσκησε και σωματική βία τραυματίζοντας τον σύντροφο Θύμιο Α.. Τελικά, καταφέραμε να απεγκλωβιστούμε και να απομακρυνθούμε από το κατάστημα μαζί με τους συντρόφους μας.

Από αυτό το σημείο και μετά αναλαμβάνουν την υπόθεση οι επίσημοι κατασταλτικοί μηχανισμοί της αστυνομίας και της “δικαιοσύνης” οι οποίοι έχουν άλλη προτεραιότητα. Η εμπλοκή μου στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στο LEROY σήμανε αμέσως συναγερμό στην ΕΛ.ΑΣ. που ξεχύθηκε για τον εντοπισμό μου. Το επόμενο απόγευμα με συνέλαβαν στο κέντρο της Αθήνας. Με χτυπημένο πρόσωπο και κουκούλα στο κεφάλι οδηγήθηκα στη Γ.Α.Δ.Πειραια. Μετά την άφιξη 3 συγκεκριμένων σεκιουριτάδων και του Οικονομικού διευθυντή του καταστήματος της Leroy Merlin που καταθέσαν ως (ψευδο)μάρτυρες κατηγορίας, μου ασκήθηκε δίωξη για 3 κατηγορίες σε βαθμό πλημμελήματος. Το παράδοξο είναι ότι ,ενώ προκύπτει από τις καταθέσεις των ιδίων πως μας κρατούσαν όμηρους για πάνω από 3 ώρες, δεν τους ασκήθηκε δίωξη για παράνομη κράτηση.

Αμέσως, κλιμάκιο της ασφάλειας πραγματοποιεί 3ωρη εξονυχιστική έρευνα στο σπίτι μου κάνοντας κατάσχεση σε αντικείμενα που προφανώς δεν έχουν καμία σχέση με τα γεγονότα της προηγούμενης μέρας αλλά με την πολιτική μου ταυτότητα. Την επόμενη μέρα η εισαγγελέας Μαρία Αγγελούδη, με το προσφιλές σπορ στους δικαστικούς κύκλους να χτίζουν την επαγγελματική τους ανέλιξη καταστρέφοντας ζωές, εκμεταλλευόμενη τις ανακρίβειες και τα ψέματα των (ψευδο)μαρτύρων κατηγορίας αναβαθμίζει τις κατηγορίες και διευρύνει τον αριθμό των κατηγορουμένων ανοίγοντας με αυτόν τον τρόπο τον δρόμο για την προφυλάκισή μου. Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι πώς γίνεται να υφίσταται ληστρική κλοπή όταν δεν ασκείται η παραμικρή βία από την μεριά μας και όταν τα κλοπιμαία βρίσκονται μέσα στο κατάστημα.

Δύο μέρες μετά, ο ανακριτής Γεώργιος Παντελίδης ο οποίος κατά την 3ωρη ανάκριση επικεντρώθηκε στην πολιτική μου δράση και παρελθόν παρά στα γεγονότα για τα οποία βρίσκομαι κατηγορούμενος τώρα, ρωτώντας με για την δράση του Επαναστατικού Αγώνα, για την δράση της συλλογικότητας που συμμετέχω, για το ποια είναι η θέση των αναρχικών για την βία και αν χρηματοδοτούμαστε από παράνομες ενέργειες προσδίδει και επίσημα πολιτικό χαρακτήρα στην δίωξη και στην προφυλάκιση καθώς μαζί με τη εισαγγελέα Καμιλιάρη η οποία για το μοναδικό πράγμα που με ρώτησε ήταν τα ονόματα των υπολοίπων συντρόφων που φυσικά αρνήθηκα ν’ απαντήσω, φτύσανε σε ένα χαρτί την αιτιολόγηση της προφυλάκισής μου με ένα άνευ προηγουμένου σκεπτικό, εγκληματοποιώντας τους οικονομικά αδύναμους.

…εμείς με τις ιδέες μας…..

Η θέρμη με την οποία κινήθηκαν οι διαφορετικοί πυλώνες της κυριαρχίας μπορεί να γίνει πλήρως κατανοητή μόνο κοιτάζοντας την μέσα από το πρίσμα του ταξικού ανταγωνισμού. Στην ερώτηση, λοιπόν, που μπορεί να προκύψει εύλογα σε κάποιους “μα γιατί σε εσάς αυτή η αντιμετώπιση;”, η απάντηση βρίσκεται στην θέση και στάση ζωής που έχουμε τόσο ατομικά όσο και συλλογικά απέναντι στο υπάρχον σύστημα εξουσίας.

Σε ότι αφορά την στοχοποίηση του Γιάννη Α. από την Leroy Merlin και την OVIT A.E, αυτή αφορά την συνδικαλιστική του δράση στον κλάδο του εμπορίου, την επιλογή του να απεργεί καθώς και να στέκεται αλληλέγγυος στο πλευρό των συναδέλφων του που μπαίνουν στο μάτι της εργοδοσίας. Με το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης σε οικονομικό- πολιτικό- κοινωνικό επίπεδο, γίνεται μια προσπάθεια από την κυριαρχία να κουρελιάσουν ακόμα και τα προσχήματα των “κοινωνικών συμβολαίων”. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθούν να πάρουν πίσω όσα κερδήθηκαν τις προηγούμενες δεκαετίες μέσα από διεκδικήσεις και αγώνες. Στον ελλαδικό χώρο, τα μνημόνια που ψηφίστηκαν ήταν μια λαίλαπα αντικοινωνικών- αντεργατικών μέτρων μέσα από τα οποία ισχυροποιήθηκε η άρχουσα τάξη, αναπόσπαστο κομμάτι της οποίας είναι και οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες όπως η Leroy Merlin. Η εντατικοποίηση της εργασίας, οι απολύσεις, οι μειώσεις μισθών, η ποινικοποίηση του συνδικαλισμού (ο οποίος εμπεριέχεται και σε άρθρα του 3ου Τρομονόμου από το 2010) είναι μερικές από τις πτυχές που συμπληρώνουν το παζλ της νόμιμης εργοδοτικής τρομοκρατίας.

Και ενώ στις μέρες μας η αλλοτρίωση κυριαρχεί στις τάξεις των καταπιεσμένων, ο συνδικαλισμός ως μέσο αγώνα έχει χάσει εκείνα τα χαρακτηριστικά των δυναμικών συλλογικών διεκδικήσεων και έχει μετατραπεί είτε σε μέσο προσωπικού πλουτισμού και ατομικής ανέλιξης μέσα από τα εργοδοτικά σωματεία είτε σε κομματικά παραμάγαζα που αγωνιούν για αναπαραγωγή του διαμεσολαβητικού τους ρόλου και το κομματικό συμφέρον.

Ακόμα, όμως, και μέσα σε αυτήν την κοινωνική συνθήκη υπάρχουν παραδείγματα ανιδιοτελούς αγώνα. Ένας από τούς πιο συνεπής αγώνες των τελευταίων χρόνων είναι αυτός που δίνεται ενάντια στην κατάργηση της κυριακάτικης αργίας και των απελευθερωμένων ωραρίων στον χώρο του εμπορίου. Ο Γιάννης Α. είναι αναπόσπαστο κομμάτι αυτού του αγώνα από την πρώτη στιγμή μέσα από τη συμμετοχή του σε εργατικές συλλογικότητες βάσης (και ως μέλος του Σωματείου Εμποροϋπαλλήλων Πειραιά), ως εργαζόμενος και απεργός που συμβάλλει ενεργά στη αντίσταση των εργαζομένων απέναντι στην εργοδοτική ασυδοσία, στέκεται αλληλέγγυος στους συναδέλφους του που στοχοποιούνται από την εργοδοσία, δίνοντας το ζωντανό παράδειγμα της συναδελφικής-ταξικής αλληλεγγύης. Όλες οι παραπάνω επιλογές όντως είναι εχθρικές για τα συμφέροντα ενός επιχειρηματικού ομίλου.

Και όταν το Leroy δεν μπορούσε να τού προσάψει κάτι άλλο για να τον απολύσει, προσπάθησε να τον εμπλέξει ως τον ηθικό αυτουργό στην δικιά μου επιλογή απαλλοτρίωσης προϊόντων, στηρίζοντας αυτήν την εκτίμηση στο γεγονός ότι συνομιλήσαμε κατά την διάρκεια της παραμονής μου στο κατάστημα, το οποίο καταγράφηκε από κάμερα. Για όλους τους φυσιολογικούς ανθρώπους, το να χαιρετήσεις έναν φίλο σου όταν βρεθείς στον ίδιο χώρο μαζί του είναι το σύνηθες. Τώρα για όσους έχουν ασφαλίτικη λογική και νοοτροπία αυτό όντως μπορεί να είναι ύποπτο. Με βάση αυτή την λογική πάνε οι αστυνομικοί της αντιτρομοκρατικής στις δίκες των αναρχικών και λένε “ότι μια φυσιολογική ζωή είναι προκάλυμμα για κάποιον που έχει παραβατική συμπεριφορά….”.

Αυτή όμως δεν είναι μια υπερβολική ή άστοχη ερμηνεία από την πλευρά των σεκιουριτάδων αλλά μια συνειδητή επιλογή για την στοχοποίηση του που έχει πολλές προεκτάσεις και αποδέκτες.

Αν έστεκε αυτή η κατηγορία αυτομάτως έδινε το δικαίωμα στην εταιρεία να τον απολύσει ξεμπερδεύοντας με την εσωτερική “γάγγραινα”, στέλνοντας ταυτόχρονα ένα μήνυμα κατατρομοκράτησης σε κάθε μία-καθένα που αγωνίζεται για τα δικαιώματα της-του μπαίνοντας έτσι στο μάτι των αφεντικών, και κατασυκοφάντησης και αποπολιτικοποίησης των αγωνιζόμενων παρουσιάζοντας τους ως κοινούς εγκληματίες. Η στοχοποίηση του συνεχίστηκε όπως ήταν αναμενόμενο και από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς. Αρχικά, οδηγήθηκε για κατάθεση ως μάρτυρας στην υπόθεση, την επόμενη μέρα όμως με την αναβάθμιση των κατηγοριών ,λόγω του πολιτικού προφίλ των δραστών, από την εισαγγελέα Μαρία Αγγελούδη του ασκήθηκε δίωξη για το κακούργημα της άμεσης συνέργειας σε ληστρική κλοπή!!!!

Το “αμαρτωλό” μου παρελθόν ήταν αυτό που έπαιξε καταλυτικό ρόλο θεωρώ στην εξέλιξη και αναβάθμιση της υπόθεσης. Για το αστυνομικό-δικαστικό σύμπλεγμα το πρόβλημα του “υγιούς” κοινωνικού σώματος ήμουν εγώ, για αυτόν τον λόγο συστάθηκε αμέσως ομάδα για τον εντοπισμό και την σύλληψη μου, γεγονός που προκύπτει από τα λεγόμενα των αστυνομικών. Θα ήταν κάποιος αφελής ή εκτός πραγματικότητας αν πίστευε ότι σε κάθε καταγγελία για απόπειρα κλοπής η ελληνική αστυνομία εξαπολύει ανθρωποκυνηγητά. Και η κατ’ οίκον έρευνα κινήθηκε σε μια φρονηματική κατεύθυνση, αδυνατώντας να ψάξουν για κλοπιμαία αφού αυτά ποτέ δεν έφυγαν από το κατάστημα, κατάσχεσαν πολιτικά κείμενα, πρακτικά συνελεύσεων, μια γραφομηχανή αντίκα, ψηφιακά μέσα αποθήκευσης και ένα αλεξίσφαιρο γιλέκο το οποίο ήταν μέσο αυτοπροστασίας. Το μέγεθος της υπερβολής στην προσπάθεια αναβάθμισης της δίωξης μου φαίνεται στην κατηγορία της οπλοκατοχής που μου ασκήθηκε για δύο μη τοποθετημένα κουρτινόξυλα… ονομάζοντας τα ξύλινες ράβδους!!

Ο ανακριτής με την σειρά του έδειξε δυσανάλογο ενδιαφέρον για την δομή της συλλογικότητας που συμμετέχω, για το ποια η σχέση των αναρχικών με την βία, ποια η σχέση της συλλογικότητας με τον Ε.Α και διάφορα άλλα άσχετα με την απόπειρα κλοπής.

Στην αιτιολόγηση της προφυλάκισης μου βέβαια δεν θα μπορούσε να μην συμπεριλάβει την προηγούμενη καταδίκη μου για συμμετοχή σε επαναστατική οργάνωση. Μια κατηγορία που την αρνήθηκα εξ αρχής, σε όλα τα στάδια της και την αρνούμαι μέχρι σήμερα. Μια καταδίκη που στηρίχθηκε σε λογικά άλματα και αοριστίες. Σε αυτήν την καταδίκη , άσχετα αν την αποδέχομαι ή όχι, οι δικαστές βλέπουν την έμπρακτη αμφισβήτηση των καταπιεσμένων στο μονοπώλιο της βίας που επιδιώκει η εξουσία, βλέπουν την προσπάθεια καταστροφής του συστήματος εκμετάλλευσης που οι ίδιοι αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του. Ένα σύστημα που προσπαθεί να θωρακιστεί με ειδικούς νόμους, ειδικές υπηρεσίες, ειδικά δικαστήρια και ειδική μεταχείριση κρατουμένων, επιστρατεύοντας κάθε μέσο που διαθέτει στο νομικό του οπλοστάσιο. Οπότε η Αγγελούδη και κάθε δικαστικός δεν χρειάζεται κάποια άνωθεν εντολή για το πώς θα χειριστεί μια υπόθεση, ως γρανάζι του μηχανισμού καταστολής ξέρει ποιοί είναι οι εχθροί του, ποιοί οι φίλοι του και πράττει κατά το συμφέρον του.

Όλα τα παραπάνω αναδεικνύουν την πολιτική διάσταση της δίωξης. Η στοχοποίησή μου και η διαχείριση της υπόθεσης με αυτόν τον τρόπο φυσικά και δεν έγκειται σε κάποια προσωπική βεντέτα, αν και έχει άμεσες επιπτώσεις στην ζωή μου, αλλά σε μια συνολικότερη και πολυεπίπεδη προσπάθεια εξόντωσης του αναρχικού- αντιεξουσιαστικού κινήματος.

Κομμάτι αυτής της προσπάθειας είναι και η ποινικοποίηση των συντροφικών-φιλικών σχέσεων, η εγκληματοποίηση της αλληλεγγύης και της αλληλοβοήθειας που αποτελεί δομικό στοιχείο τόσο στο πως πράττουμε και σχετιζόμαστε στο εδώ και στο τώρα, όσο και στο ποιά είναι η κοινωνική μας πρόταση ως αναρχικές-οι. Η επιλογή λοιπόν κάποιων συντρόφων-ισσων να έρθουν στο κατάστημα ώστε να φέρουν τα χρήματα που αρχικά μας ζητήθηκαν και η διαμαρτυρία για το καθεστώς της τρίωρης ομηρείας μας βαπτίστηκαν συμμορία και υπόθαλψη εγκληματία. Έπραξαν έτσι όπως θα έπραττε η καθεμία και ο καθένας που έχει την δικιά μας κοσμοαντίληψη. Αυτή η επιλογή μας είναι η έμπρακτη αμφισβήτηση στις “αξίες” της εξατομίκευσης, του ατομισμού, της μοναξιάς που μπολιάζει η κυριαρχία στις σύγχρονες κοινωνίες τους υπηκόους της.

Οι διωκτικές αρχές με την βοήθεια του άτυπου ανακριτικού υπαλλήλου Κωνσταντίνου Δρίβα, οι οποίοι αδυνατούν να κατανοήσουν ότι δεν λειτουργούν όλοι οι άνθρωποι με τον δικό τους συγκεντρωτικό τρόπο σκέψης και δεν διατηρούν απονεκρωμένες σχέσεις επιχειρούν να παρουσιάσουν την ροή των παραπάνω γεγονότων ως κομμάτια ενός ενιαίου σχεδίου από την μεριά μας, κάτι το οποίο δεν ισχύει. Μάλιστα προσπαθούν να προσδώσουν και διαφορετικούς ρόλους σε αυτό, μέσα από το διαβιβαστικό της αστυνομίας προς την εισαγγελία, περιγράφουν ότι προσπαθώ να καθοδηγήσω τους υπόλοιπους κατά την διάρκεια της αποχώρησης μας από το Leroy. Να τους πληροφορήσω ότι εμείς δομούμε τις σχέσεις μας εντελώς διαφορετικά από τους καραβανάδες, τους μπάτσους και τους δικαστές, δεν υπακούμε στις εντολές των ανωτέρων μας γιατί πολύ απλά δεν υπάρχουν ανώτεροι και κατώτεροι, δεν υπάρχει ιεραρχία. Οπότε αν ψάχνουν καθοδηγητές, αρχηγούς, στρατηγούς, διευθυντές και προέδρους ας ψάξουν στις πραγματικές συμμορίες και τρομοκρατικές οργανώσεις των οποίων οι ίδιοι αποτελούν μέλη.

… και εσείς με τα λεφτά σας και με τις φρουρές σας…

Η εποχή μας είναι μια από εκείνες τις ιστορικές περιόδους που επικρατεί η τρέλα του πλουτισμού, η διεθνής ασυλία του πολυεθνικού κεφαλαίου, η ανάδυση των ανταγωνισμών μέσω πολεμικών συρράξεων, η έκρηξη των ανισοτήτων, δημιουργώντας το παρανοϊκό σύμπαν του σύγχρονου ανθρώπου.

Ανέκαθεν ιστορικά αυτό που πάντα προσπαθεί η κυριαρχία είναι να εμφανίζεται ως η μοναδική διέξοδος από αυτά τα “φυσικά” φαινόμενα αντιστρέφοντας με ταχυδακτυλουργικό τρόπο την κοινωνική πραγματικότητα. Μεταμφιεσμένη με την μάσκα της λύτρωσης ξεγελώντας τους καλόπιστους συνεχίζει επί αιώνες να διαπράττει όλα τα ζοφερά ανοσιουργήματα τις εις βάρος της ανθρωπότητας και του πλανήτη.

Έτσι η καπιταλιστική βαρβαρότητα προβάλλεται ως οικονομία της αγοράς, η ασυλία του κεφαλαίου ως παγκοσμιοποίηση, η ανεργία και οι απολύσεις ως ευελιξία της αγοράς εργασίας, η ισοπέδωση των φτωχών ως δημοσιονομική εξυγίανση, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστ(ρι)ών ως κέντρα φιλοξενίας, η αστυνομική βαρβαρότητα ως προστασία του πολίτη, η φτώχεια ως έλλειψη κοινωνικότητας…και πάει λέγοντας.

Σε αυτόν τον βούρκο της αντιστροφής επιπλέει και το ανθρωποκεντρικό προσωπείο που πουλάνε μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες όπως η LEROY MERLIN. Πίσω από τις φανταχτερές διαφημίσεις και τα επιτυχημένα event, προσπαθεί να κρύψει την κατ’ εξακολούθηση ληστρική κλοπή που διαπράττει εις βάρος χιλιάδων εργαζομένων. Μέσα από την ελαστικοποίηση του ωραρίου, τα δεκάδες εργατικά ατυχήματα, την ενοικίαση φθηνού εργατικού δυναμικού από την δουλεμπορική εταιρεία MANPOWER, την επέκταση του ωραρίου χωρίς καταβολή υπερωριών, την προσπάθεια επιβολής του 9ωρου, των απολύσεων εργαζομένων με προβλήματα υγείας (περίπτωση εργαζόμενης με σκλήρυνση κατά πλάκας), την κατάργηση της κυριακάτικης αργίας, την στοχοποίηση συνδικαλιστών κ.α η Leroy φανερώνει την πραγματική διάσταση του εγκλήματος που συντελείται καθημερινά εις βάρος των εκμεταλλευομένων από το αδηφάγο κτήνος του κεφαλαίου. Αυτή είναι η “αναπτυξιακή προοπτική” και η “υγιής επιχειρηματικότητα” που καλούν οι ξεφτιλισμένοι πολιτικοί να εφαρμόσουν οι ξεφτιλισμένοι επιχειρηματίες.

Αυτή η συνθήκη του ακόρεστου πλουτισμού από τους λίγους εις βάρος των πολλών, αναπόφευκτα δημιουργεί αργά η γρήγορα την επιθυμία της αμφισβήτησης για την ιερότητα της ατομικής ιδιοκτησίας. Εμπόδιο σε αυτή την αμφισβήτηση στέκεται η δίδυμη αδελφή της ιδιοκτησίας, η ασφάλεια. Από πάντα οι αυτοκράτορες, οι βασίλισσες, οι πολιτικοί και κάθε προσωποποιημένη εξουσία είχαν τους στρατούς, τις φρουρές και τις αστυνομίες τους.

Τον τελευταίο ενάμιση αιώνα η ασφάλεια έγινε ένα ακόμα πεδίο κερδοφορίας διεκδικώντας μια θέση στον κόσμο της αγοράς και της ζήτησης. Οι πρώτες ιδιωτικές εταιρείες ασφαλείας τα μέσα του 19ου αιώνα λειτουργούσαν ως μισθοφορικοί στρατοί ενάντια σε απεργούς. Η πρώτη και ποιο γνωστή εταιρεία για τις φρικαλεότητες που διέπραξε εις βάρος της εργατικής τάξης ήταν το πρακτορείο Pinkerton στις Η.Π.Α που μετέτρεπε κάθε απεργία σε λουτρό αίματος.

Σήμερα, το ντελίριο τρόμου και φόβου που επικρατεί στον δυτικό κόσμο δημιουργεί το ιδανικό περιβάλλον οικονομικής ανέλιξης τέτοιων εταιριών. Δεν είναι τυχαίο ότι πέρσι , μέσα στις 1000 ευρωπαϊκές εταιρίες με την μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη οι 7 πουλούσαν ασφάλεια. Ο φόβος, η απειλή και το έγκλημα είναι η κινητήριος δύναμή της κερδοφορίας τους.

Σε αυτήν την ευνοϊκή συνθήκη, δεκάδες τέτοιες εταιρείες, τα τελευταία χρόνια, έχουν ιδρυθεί και πλαισιωθεί από μπάτσους, καραβανάδες, φασιστοειδή και στρατόκαβλους και στον ελλαδικό χώρο. Μια από αυτές είναι και η Ovit ΑΕ. που εκτός από την φύλαξη των Leroy διαπλέκεται και με συμβάσεις με το δημόσιο για την φύλαξη νοσοκομείων και δημοτικών εγκαταστάσεων, με πιο σημαντική αυτή για την φύλαξη του λιμανιού της Μύρινας Λήμνου στο οποίο αράζουν και νατοϊκά πλοία. Ιδρυτής και διευθυντής της είναι ο πρώην στρατιωτικός Κωνσταντίνος Δρίβας με ειδική εκπαίδευση γύρω από την άντληση, συλλογή, διαχείριση και αξιοποίηση υπηρεσιακών πληροφοριών και μια σειρά από στρατιωτικά σεμινάρια στα νατοϊκά πρότυπα. Σημαντική γνώση που προσπαθεί να την μεταλαμπαδεύσει και σε άλλα βούρλα μέσα από σεμινάρια σε διάφορα ΙΕΚ. Ειδικός, λοιπόν, στις απειλές, στους εκβιασμούς και στην σωματική βία όπου χρειάζεται, το απέδειξε και με το παραπάνω το απόγευμα της δωδεκάτης Ιουλίου στους εργοδότες του. Αυτοί που λεηλατούν τους εργαζόμενους σε καθημερινή βάση επί δεκαετίες και αυτοί που έχουν βαμμένα τα χέρια τους με αίμα από τις σφαγές που διαπράττουν οι νατοϊκές δυνάμεις θα κατηγορήσουν εμάς…

Η Leroy Merlin και η Ovit ΑΕ. λοιπόν, θα μιλήσουν για ήθος, θα μιλήσουν για κλοπή, για βία, για απειλές, για “γάγγραινες”, αν δεν είναι αυτό αντιστροφή της πραγματικότητας τότε τι είναι;;

Όσο για την προσπάθεια που κάνουν ώστε να αποποιηθούν την ευθύνη για την εξέλιξη της υπόθεσης ρίχνοντας την στους κρατικούς μηχανισμούς λέγοντας ότι δεν άσκησαν μήνυση, για τις διώξεις που ασκήθηκαν σε όλους τους συντρόφους και κυρίως για την δική μου προφυλάκιση ας μην ματαιοπονούν προσπαθώντας να κρυφτούν, ο διευθυντής και ο οικονομικός διευθυντής της Leroy, και οι σεκιουριτάδες της Ovit φέρουν ακέραιη την ευθύνη για την κατάληξη της υπόθεσης.

Η πειραγμένη ζυγαριά της Θέμιδος.

“Φυσικά και είμαστε όλοι ίσοι απέναντι στο νόμο. Απαγορεύεται το ίδιο, τόσο στους πλούσιους όσο και στους φτωχούς, να κοιμούνται κάτω από τις γέφυρες, να ζητιανεύουν και να κλέβουν ψωμί.”

Ανατόλ Φράνς

Αν και το παραπάνω απόφθεγμα έχει γραφτεί πριν από ενάμιση αιώνα εντούτοις περιγράφει ειρωνικά, το πώς σε έναν κόσμο που επιβάλλονται οι ανισότητες δεν μπορεί να υπάρξει δικαιοσύνη. Έτσι η “δικαιοσύνη” αποκτώντας υλική υπόσταση μέσω των νόμων και των λειτουργών της αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του μηχανισμού καταστολής, πειθάρχησης και τιμωρίας του εξουσιαστικού συμπλέγματος κράτους, κεφαλαίου, πατριαρχίας απέναντι τόσο στον εσωτερικό εχθρό όσο και στις επικίνδυνες τάξεις. Η βίαιη φτωχοποίηση των τελευταίων χρόνων μέσα από την δυσβάσταχτη φορολόγηση, την αύξηση του καθημερινού κόστος επιβίωσης, την αλματώδη αύξηση της ανεργίας και των ελαστικών και επισφαλών μορφών εργασίας έχει δημιουργήσει ένα περιβάλλον εξαθλίωσης των κοινωνικών ομάδων που σηκώνουν στις πλάτες τους το καπιταλιστικό οικοδόμημα. Έχουμε τεθεί, λοιπόν, σε μια μόνιμη κατάσταση ομηρίας μέσω των χρεών με το ενδεχόμενο ακόμα και να φυλακιστείς για οφειλές λίγων ευρώ.

Ταυτόχρονα υπάρχει μια συστηματική και ενορχηστρωμένη προσπάθεια από όλους τους πυλώνες της κυριαρχίας για να αφομοιωθεί στο κοινωνικό φαντασιακό η φτώχεια ως μια συνθήκη που ευθυνόμαστε εμείς για αυτήν (το οποίο έχει και μια δόση αλήθειας από την στιγμή που δεν ξεπαστρεύουμε αυτούς που μας πατάνε στο σβέρκο, φταίμε). Έτσι διάφορα καθάρματα της πολιτικής ρίχνουν σε εμάς το φταίξιμο της φτωχοποίησης μας αφού μαζί τα φάγαμε, αποκαλώντας μας τζαμπατζήδες και αποβράσματα γιατί δεν χτυπάμε εισιτήρια στα μέσα μαζικής μεταφοράς, λέγοντας μας ανίκανους και τεμπέληδες όταν διεκδικούμε τα αυτονόητα από τα αφεντικά και τυχερούς όταν δουλεύουμε για 300 ευρώ. Αυτή είναι η καθημερινότητα που μας προσφέρει ο καπιταλισμός, που το 80% της ανθρωπότητας δεν μπορεί να ικανοποιήσει βασικές ανάγκες επιβίωσης.

Για αυτόν τον λόγο τίθεται επιτακτικά από την εξουσία να θέσει ως επικίνδυνες και επιζήμιες για την υγιή πλειοψηφία ολόκληρες κοινωνικές ομάδες που φέρουν “επικίνδυνα” ταξικά, πολιτικά, έμφυλα, καταγωγής κ.α χαρακτηριστικά. Το μείζον αγαθό σε αυτή την συνθήκη είναι η δημόσια τάξη, που εμφανίζεται ως προαπαιτούμενο για την ομαλή λειτουργία του συστήματος και την περαιτέρω λεηλασία των ζώων μας. Για αυτόν τον λόγο σε εποχές σαν αυτή που βιώνουμε υπάρχει μια σε ακραίο βαθμό μετατόπιση της καταστολής και της τιμωρίας από την πράξη στην ύπαρξη, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τον εγκλεισμό ανθρώπων σε φυλακές και στρατόπεδα συγκέντρωσης μόνο και μόνο επειδή δεν έχουν χαρτιά.

Οπότε σημασία δεν έχει τι κάνεις, αλλά το ποιος είσαι. Είσαι τοξικοεξαρτημένος και κατέχεις μικροποσότητες ναρκωτικών; Μέσα. Είσαι εφοπλιστής και μεταφέρεις τόνους ναρκωτικών; Έξω. Είσαι ο x άνεργος και χρωστάς λίγα ευρώ στο δημόσιο; Μέσα. Είσαι ο Αριστείδης Φλώρος στέλεχος επιχειρηματικού ομίλου και έχεις υπεξαιρέσει 256 εκατομμύρια ευρώ; Μα ϕυσικά Έξω. Είσαι αναρχικός και αμϕισβητείς το σύστημα; Μέσα. Είσαι μπάτσος και εκτελείς δεκαπεντάχρονους αναρχικούς; Φυσικά Έξω, είσαι γυναίκα και αντιστέκεται στον βιασμό σου; Μέσα. Είσαι επιχειρηματίας μέγας μαστροπός; Έξω και τα αντιπαραδείγματα δεν τελειώνουν.

Το δικαστικό σύστημα λειτουργεί σαν την κολυμπήθρα του Σιλωάμ για να ξεπλυθούν τα εγκλήματα των πλουσίων, των επιφανών και των υποτακτικών τους. Την στιγμή που ο γάλλος κροίσος Hugues Mulliez ,γόνος της οικογένειας που κατέχει πλειοψηφικά και διοικεί τον επιχειρηματικό όμιλο στον οποίο ανήκουν και τα Leroy Merlin απ’ όπου και ο ίδιος ξεκίνησε την επιχειρηματική του καριέρα, ενώ έχει δολοφονήσει δύο ανθρώπους και έχει τραυματίσει σοβαρά ακόμα έναν με το ταχύπλοο του στο Πόρτο Χέλι κυκλοφορεί ελεύθερος ενώ εγώ βρίσκομαι προφυλακισμένος επειδή αποπειράθηκα να αφαιρέσω αντικείμενα αξίας 180 ευρώ από πολυκατάστημα ιδιοκτησίας του!!!!

Αν και η δική μου προφυλάκιση προηγείται κατά ένα μήνα περίπου από το τραγικό συμβάν στο Πόρτο Χέλι, το σκεπτικό των δικαστών που με φυλάκισαν εξηγεί με ωμό τρόπο τα ταξικά χαρακτηριστικά απονομής της δικαιοσύνης, το οποίο λέει “ενόψει της οικονομικής αδυναμίας του για την αποκομιδή επαρκούς εισοδήματος βιοπορισμού του, προκύπτει δε σκοπός του για πορισμό παράνομου εισοδήματος και ροπή τού προς διάπραξη εγκλημάτων κλοπής και ληστείας ως στοιχείο της προσωπικότητας του”. Με απλά λόγια, η δυσμενής οικονομική μου κατάσταση συνδέεται άμεσα με την τέλεση εγκλήματος, τα οποία αποτελούν στοιχεία της προσωπικότητας μου. Παρακάμπτουν, βέβαια, το γεγονός ότι λόγω της προηγούμενης καταδίκης, μου έχει μπλοκαριστεί ο τραπεζικός λογαριασμός ( ο λογαριασμός μισθοδοσίας θεωρείται βάσει του τρομονόμου, λογαριασμός ξεπλύματος χρήματος) καθιστώντας αδύνατο να εργαστώ οπουδήποτε η μισθοδοσία γίνεται μέσω τράπεζας, το οποίο λειτουργεί ως μέσο οικονομικού αποκλεισμού (μέτρο που εφαρμόζεται σε όλους τους συντρόφους που έχουν καταδικαστεί για συμμετοχή σε επαναστατικές οργανώσεις).

Στο παραπάνω απόσπασμα βλέπουμε την ποινικοποίηση της φτώχειας σε όλο της το μεγαλείο. Σε αυτήν την απάνθρωπη κατάσταση κάποιες και καποιοι προσπαθούν να απαλλοτριώσουν ένα μικρό μερίδιο από τον πλούτο που οι ίδιες/οι παράγουν και υφαρπάζεται βίαια από την άρχουσα τάξη. Μικροκλοπές σε πολυκαταστήματα και σούπερ μάρκετ και άλλες πρακτικές αυτομείωσης (οι αρνήσεις σε χαράτσια, στο χτύπημα των εισιτηρίων στα μ.μ.μ, την πληρωμή των διοδίων κ.α) είναι φαινόμενα που έχουν ενταθεί λόγω της οικειοποίησης τους από μεγάλα κοινωνικά κομμάτια τα τελευταία χρόνια της κρίσης. Αυτή η κίνηση αμφισβητεί έμπρακτα το βασικό σημείο των εμπορευματικών σχέσεων που είναι το χρήμα αλλά και την θεμελιώδη αρχή της εκμετάλλευσης, την ιδιοκτησία.

Τέτοιες “εγκληματικές” και “παράνομες” πράξεις αμφισβήτησης έχουν αφήσει ανεξίτηλο το σημάδι τους στην παγκόσμια ιστορία των καταπιεσμένων, από την μυθική φιγούρα του Ρομπέν των δασών μέχρι τους κοινωνικούς ληστές και τους αναρχικούς απαλλoτριωτές τραπεζών, από τους Βραζιλιάνους χωρικούς απαλλοτριωτές γης μέχρι τα κινήματα αυτομείωσης των ιταλών αυτόνομων. Ως κομμάτι αυτής της παράδοσης τη μόνη κλοπή που αναγνωρίζω ως αναρχικός, ως εργαζόμενος και ως κοινωνικό όν είναι αυτή που συντελείται στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, από αυτούς που πλουτίζουν εις βάρος μας.

Δυστοπία, η κυρίαρχη κανονικότητα.

Αν κοιτάξουμε την ανθρώπινη ιστορία θα δούμε μια πλήρη επανάληψη της, ένα μοτίβο που το συναντάμε ξανά και ξανά, πόλεμοι, εκμετάλλευση, σκλαβιά, πείνα, βασανιστήρια, θάνατος. Η φιλοδοξία για εξουσία και χρήμα δεν αφήνει κανένα περιθώριο για αρμονική συνύπαρξη των ανθρώπων, τόσο μεταξύ μας όσο και με την φύση. Κάποιες περιόδους βέβαια η πραγματικότητα είναι πολύ πιο ωμή από ότι σε άλλες, μια τέτοια περίοδο είναι και αυτή που βιώνουμε σήμερα τόσο σε τοπικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Το δόγμα νόμος και τάξη εφαρμόζεται (με διαφορετική ένταση) από γωνία σε γωνία του πλανήτη καθώς φαίνεται να αποτελεί το μέσο επιβίωσης αλλά και αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος μετά την τελευταία κρίση.

Την τελευταία δεκαετία εφαρμόζεται με αμείωτη ένταση και εδώ από όλους τους πολιτικούς διαχειριστές. Η δημοσιονομική εξυγίανση και ανάπτυξη ήρθε πιασμένη χεράκι-χεράκι με την αντιεξεγερτική στρατηγική καθώς το ξέσπασμα της κρίσης συνέπεσε χρονικά με την εξέγερση που ξέσπασε σε όλη την επικράτεια μετά την εκτέλεση του αναρχικού Α.Γρηγορόπουλου τον Δεκέμβριο του 2008.

Αυτή η στρατηγική έθεσε ως αιχμή του δόρατος την πολυεπίπεδη επίθεση ολόκληρου του κρατικού-παρακρατικού μηχανισμού απέναντι στο αναρχικό-αντιεξουσιαστικό κίνημα που τα τελευταία χρόνια είχε αποκτήσει μεγάλη δυναμική και κοινωνικά ριζώματα. Καινούργιοι τρομονόμοι, καινούργιες αστυνομικές δυνάμεις, καινούργια σενάρια προπαγάνδας ήρθαν να ενισχύσουν αυτή την προσπάθεια εξόντωσης και τρομοκράτησης απέναντι τόσο στους αναρχικούς όσο και σε οποιονδήποτε αμφισβητούσε τις κυβερνητικές επιλογές. Στο πλαίσιο αυτό δεκάδες αναρχικές-οι βρέθηκαν φυλακισμένοι, δεκάδες καταλήψεις μας εκκενώθηκαν, δεκάδες εισβολές για έρευνες έγιναν στα σπίτια μας. Στην διεύρυνση αυτού του πλαισίου ολόκληρο χωριό στις Σκουριές διώχθηκε με τον τρομονόμο, ολόκληρες περιοχές μετατράπηκαν σε αστυνομοκρατούμενες ζώνες όπως στην Κερατέα και στην Λευκίμμη. Αν και στην περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε μια αισθητή οπισθοχώρηση των κινημάτων αμφισβήτησης, η αντιεξέγερση συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση (με δεκάδες εκκενώσεις καταλήψεων) , με σοσιαλιστικό πρόσωπο αυτή την φορά.

Η επιστροφή της δεξιάς επαναφέρει ως κεντρική πολιτική ατζέντα την ασφάλεια και την καταστολή. Τα πρώτα δείγματα αυτής της πολιτικής είναι η διαχείριση της υπόθεσης για την οποία βρίσκομαι προφυλακισμένος και άλλοι 6 σύντροφοι διώκονται, με εξάντληση της αυστηρότητας του νόμου και διαστολή του κατηγορητηρίου, η απρόκλητη επίθεση των μπάτσων σε διαδήλωση στο Κουκάκι, η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, η πολυδιαφημισμένη άλωση των Εξαρχείων που ξεκίνησε με την εκκένωση τεσσάρων καταλήψεων στην περιοχή τις τελευταίες μέρες, η απαγωγή και οι απειλές κατά συντρόφου στα πλαίσια της παραπάνω επιχείρησης και η στοχοποίηση της αναρχικής συλλογικότητας Ρουβίκωνα.

Η φτώχεια, η καταστολή, η καταπίεση, ο φόβος, η απόγνωση θα συνεχίσουν να αποτελούν την κανονικότητα που έχει ορίσει η εξουσία. Το ζήτημα δεν είναι όμως τι κάνουν αυτοί αλλά τι κάνουμε εμείς, πως θα μπορέσουμε να απαλλαγούμε μια και καλή από τις αντιλήψεις κυρίως και τα πρόσωπα δευτερευόντως που μας κρατάνε εγκλωβισμένους στην κινούμενη άμμο του συστήματος καταπίεσης και εκμετάλλευσης. Μπροστά μας έχουμε το τίποτα, μπροστά μας έχουμε και τα πάντα.

Ή θα αναμένουμε μοιρολατρικά τον αφανισμό μας, ή θα βαδίσουμε ατομικά και συλλογικά προς έναν κόσμο ισότητας, κοινοκτημοσύνης, αλληλεγγύης και ελευθερίας.

Η επιλογή είναι δική μας.

Χριστόφορος Κορτέσης

Φυλακές Κορυδαλλού, Σεπτέμβρης 2019

Εκδήλωση-Συζήτηση: Ο φασισμός στα έδρανα των δημιουργών του / Σάββατο 28.09 (7:30μμ) στο Ρεσάλτο

“Καλό, αληθές και δίκαιο είναι ό,τι ωφελεί το κράτος. Η δική του σωτηρία, η αξιοπρέπειά του, η εξουσία του είναι το κριτήριο του ηθικού.”
Τόμας Μαν

Το Σάββατο 28 Σεπτέμβρη στις 7:30μμ, στον αυτοοργανωμένο χώρο αλληλεγγύης & ρήξης Ρεσάλτο, θα πραγματοποιηθεί εκδήλωση-συζήτηση:

Ο φασισμός στα έδρανα των δημιουργών του. Προσεγγίζοντας αντιθεσμικά τους μύθους, τις ιστορικές καταβολές και τις συστημικές διεργασίες στις δίκες των φασιστών.
αναδημοσίευση από το blog http://anarxiko-resalto.blogspot.com/