Με αφορμή την κατασταλτική επιχείρηση που ξεκίνησε στις 26 Αυγούστου

*Το κείμενο επισυνάπτεται σε μορφή pdf

Αναδημοσίευση από https://athens.indymedia.org/

 

η γλώσσα δεν είναι αγνή, αδιάφορη ή συµπτωµατική

Το τελευταίο χρονικό διάστηµα εκφέρεται δηµόσια από θεσµικά πρόσωπα µία άκρως επιθετική γλώσσα ενάντια σε κοινωνικές ή πολιτικές «οµάδες»[1], ενώ σχεδόν άµεσα οι δηµοκρατικές «ευαισθησίες» φροντίζουν να κρατούν τις προσχηµατικές αποστάσεις τους από τις «ατυχείς αυτές δηλώσεις». Ωστόσο η αντιµετώπιση των «επικίνδυνων», των «περιττών», των «µη κανονικών» τάξεων ως σκουπίδια προς εξαφάνιση από το κράτος, τους µηχανισµούς και τους θεσμούς του, δεν είναι κάτι καινοτόµο. Ειδικότερα, οι κατασταλτικές επιχειρήσεις των εκάστοτε αστυνοµικών και στρατιωτικών αρχών ως «σκούπα» κουβαλάνε ιστορικότητα, παράδοση και συνέχεια πολλών δεκαετιών στον τόπο που ζούµε. Αν υπάρχει µία ενδιαφέρουσα διαφοροποίηση στη δήλωση Μπαλάσκα περί «σκουπιδιών», όπως και στην πρόσφατη δήλωση του Υπουργού Υποδοµών και Μεταφορών Κώστα Α. Καραµανλή πως «το ζήτηµα είναι ότι ο άνθρωπος που µπαίνει τσάµπα στο µετρό πρέπει να νιώθει ως απόβρασµα της κοινωνίας», είναι η εκ νέου µετατόπιση του κυριαρχικού λόγου από τη «σκούπα» στο «σκουπίδι», από τη δοµή στο υποκείµενο. Δηλαδή από τη συνειρµική και εν µέρει ανοµολόγητη στοχοποίηση κάποιων κοινωνικών οµάδων στην άµεση και εκχυδαϊσµένη συγκεκριµενοποίησή της. Όχι µόνο σε κρατικό/θεσµικό πλαίσιο αλλά κυριότερα σε κοινωνικό επίπεδο, δια µέσου της σκόπιµης διάχυσης µιας ρητορικής που αποτυπώνει την ουσία της κρατικής λειτουργίας πέρα από τις προσχηµατικές και τους τρόπους του καθεστωτικού/δηµοκρατικού καθωσπρεπισµού. Τα πρόσωπα που αποτυπώνονται ως «αξιοθρήνητα» οφείλουν να έχουν και να αποδεχτούν µία αντίστοιχη, «κακόµοιρη» αντιµετώπιση από το κράτος αλλά και από το κοινωνικό σώµα. Τα πρόσωπα που παρουσιάζονται ως «σκόνη», προφανώς πρέπει να «καθαριστούν» από τους ιθύνοντες. Eκείνα που καταχωρούνται ως «σκουπίδια» µπορεί και να τσαλαπατηθούν, να ψεκαστούν, να βασανιστούν, να εξαφανιστούν. Τα πρόσωπα που πρέπει να αποδεχτούν τον χαρακτηρισµό «απόβρασµα» πρέπει επίσης να ανεχτούν την τιµωρία και την κοινωνική κατακραυγή που τους αναλογεί. Τα πρόσωπα που χαρακτηρίζονται ως «παγανίστριες, αναρχικές µάγισσες και vegan λεσβίες»[2] δεν υπάρχει πρόβληµα να γελοιοποιηθούν, να χτυπηθούν, να δολοφονηθούν όπως ο Ζακ Κωστόπουλος/Zackie oh! έναν χρόνο πριν.

Σε καθεστώς συστηµικής κρίσης, που επιβάλλει την εξαθλίωση και την κατάσταση εξαίρεσης, το σύστηµα ενσωµατώνει στις αναπαραστάσεις του «κοινωνικού περιθωρίου» ακόµα περισσότερες κοινωνικές οµάδες, ενώ ταυτόχρονα επιχειρεί να διαχειριστεί ή ακόµα και να ανακατευθύνει την «κοινωνική δυσφορία» που αυτή η συνθήκη προκαλεί. Συνεπώς, η κοινωνική κατοχύρωση από πλευράς του συστήµατος ως «µιαρής τάξης» αυτής της ολοένα και πιο εµπλουτισµένης φιγούρας που απειλεί την ακεραιότητα του κυρίαρχου, εθνικού, νεοφιλελεύθερου, αρρενωπού σώµατος καθίσταται ένα από τα βασικότερα στοιχήµατα για την κυριαρχία. Καθώς είναι αυτή που συχνά ξεπερνά τα επιβαλλόµενα κυριαρχικά και θεσµικά όρια αρνούµενη να δεχθεί µία θέση στο βαρέλι των «περιττών», αποδοµώντας τις νόρµες και τα πρότυπα, καταστρέφοντας κάθε φαινοµενικότητα του φυσιολογικού και του υγιούς…

Επιπλέον, η κυριαρχία ανέκαθεν συνέδεε όσα πρόσωπα και οµάδες τής εναντιώνονταν µε εκείνη τη φιγούρα που κινείται στο «κοινωνικό περιθώριο», µε στόχο βεβαίως οι τάξεις των «αντιφρονούντων» να γίνονται αντιληπτές ως εν δυνάµει «εχθρός της κοινωνίας» αντί για εχθρός της κυριαρχίας. Σήµερα, µε τις τάξεις των «αντιφρονούντων» να αποτελούν µέρος αυτής της διεύρυνσης, αναδύεται το οξύµωρο που η ίδια η κυριαρχία προκαλεί: η υποτιθέµενη «µιαρή τάξη» για τις κοινωνίες να αφορά σε όλο και περισσότερα κοµµάτια εντός του κοινωνικού πεδίου. Επιπλέον, οφείλουµε να συνυπολογίζουµε πως ο κυριαρχικός καθορισµός οµάδων ως «επικίνδυνων τάξεων» µε όλες τις υπεραπλουστεύσεις και τις ταξινοµήσεις του «αποτελεί αναπόσπαστο µέρος µιας κρατικής διαδικασίας µε σκοπό όχι µόνο τον κοινωνικό έλεγχο αλλά και τον καθορισµό από το ίδιο το κράτος του πλαισίου εντός του οποίου θα διεξάγεται η όποια εναντιωµατική κίνηση απέναντί του»[3]. Υπό αυτό το πρίσµα, οι τάξεις των πολιτικά «διαφωνούντων» που όχι µόνο δεν θα αποδεχθούν τα χαρακτηριστικά που επιβάλλει η πολιτική του έθνους-κράτους, των θεσµών, του καπιταλισµού και της πατριαρχίας ή που θα αρνηθούν οποιοδήποτε υποτιθέµενο «επαναστατικό σχέδιο» διαµέσου ευθέων ή πλαγίων θεσµικών οδών, αλλά και ταυτόχρονα θα αποπειραθούν να συσχετιστούν και να συγχρονιστούν µε τις «επικίνδυνες τάξεις», θα βρεθούν µε τη σειρά τους και αυτές στην κατηγορία του «σκουπιδιού» που πρέπει να εκκαθαριστεί.

η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει

«Χρειάζεται ευφυΐα και όχι βία»[4]

«Και επί ΣΥΡΙΖΑ είχαν γίνει προσπάθειες, οι οποίες ωστόσο είχαν λοιδορηθεί. […] Η πάγια θέση του ΣΥΡΙΖΑ είναι να υπάρχει ασφάλεια στις γειτονιές, αλλά µε τάξη και σεβασµό» [5]

Αν ενώσουµε τις τελείες στη διαδροµή της δηµόσιας γλώσσας -µαζί µε την ίδια- µπορούν να φωτιστούν κάποια σηµεία στο πώς υποστασιοποιούνται η συνέχεια κάποιων από τις πολιτικές επιλογές των τελευταίων διακυβερνήσεων, τα τρέχοντα σηµεία των ιδεολογικών περιβληµάτων αλλά και η ίδια η κατασταλτική επιχείρηση της 26ης Αυγούστου στα Εξάρχεια. Τι µας είπε η τωρινή διακυβέρνηση (ΝΔ) για τις µικρότερες αστυνοµικές επιχειρήσεις που προηγήθηκαν της 26ης Αυγούστου και θα συνεχιστούν και µετά από αυτήν; Ότι θέλει να φέρει εις πέρας δύο στόχους που αφορούν στην περιοχή των Εξαρχείων: «αφενός να πληγούν τα κυκλώµατα των -κυρίως- αλλοδαπών διακινητών ναρκωτικών και ταυτόχρονα να µονιµοποιηθεί η παρουσία της ΕΛ.ΑΣ. στην περιοχή».

Ας πάρουµε, για παράδειγµα, τον πρώτο από τους δύο στόχους και ας δούµε αυτή τη γλωσσική διαδροµή µέσα στα χρόνια, ξεκινώντας µε την υπόθεση της διαπόµπευσης περί «υγειονοµικής βόµβας» των οροθετικών, τοξικοεξαρτηµένων γυναικών (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ). Εν συνεχεία, ας προχωρήσουµε υπενθυµίζοντας τις διαφηµιζόµενες λογικές που διαχέονταν µε όλα τα µέσα και τους τρόπους: περί «επέλασης των ναρκοµαφιών» στο κέντρο της Αθήνας και την απαραίτητη φωτογράφιση της «επικίνδυνης, άθλιας µάζας» των τοξικοεξαρτηµένων, του «προβλήµατος µε τους µικροπωλητές στην ΑΣΟΕΕ που είναι µαύροι και κάποιοι από αυτούς είναι πρεζέµποροι και νταβατζήδες» (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΑΝΕΛ) και τις «κακόµοιρες γειτονιές που πλέον οι καλοί, ευγενικοί κάτοικοι δεν µπορούν να κυκλοφορήσουν γιατί οι εισβολείς (κατά βάση αλλοδαποί) έχουν κάνει κατάληψη στον δηµόσιο χώρο και έχουν αντικοινωνικές συµπεριφορές» (ΑΝΕΛ, ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ), σε συνδυασµό µε τα πασπαρτού λογύδρια περί της «ασφάλειας που είναι δικαίωµα του πολίτη» (ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ, ΝΔ, ΚΙΝΑΛ…), για να φτάσουµε στο ότι «τα αντικοινωνικά στοιχεία δεν είναι όλα αναρχικοί γιατί υπάρχουν καλοί και κακοί αναρχικοί» (ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ), που βέβαια σήµερα µετατρέπονται σε «σκουπίδια» (ΝΔ)… Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς, γιατί στην επιχείρηση της 26ηςΑυγούστου βλέπαµε µεταξύ άλλων να προβάλλονται, από όλες τις οπτικές γωνίες, χαµογελαστοί κάτοικοι των Εξαρχείων την ώρα που τα ΜΑΤ αποµάκρυναν το κατά τα λεγόµενα «πρόβληµα» των «εξαθλιωµένων» µεταναστ(ρι)ών και των καταλήψεων.

Είναι δεδοµένο όµως ότι αυτά που οι κυρίαρχοι παρουσιάζουν ως «κοινωνικά προβλήµατα» στα Εξάρχεια ή αλλού είναι παράγωγα και επιπτώσεις ενός συστήµατος ιεραρχίας, εκµετάλλευσης, διαχωρισµών και περιθωριοποίησης, και η λογική της ανάθεσης για την επίλυσή τους εµφανίζεται ή και γίνεται αντιληπτή ως νοµοτέλεια παντού. Είναι δεδοµένο επίσης ότι οι επιλογές της κυριαρχίας, προκειµένου να αποκτήσουν κοινωνικό εύρος και νοµιµοποίηση, απαιτούν στρατηγική και πολύ συχνά χρόνο. Αυτό που απ’ ό,τι προκύπτει δεν είναι τόσο δεδοµένο είναι ότι οι επιλογές χρειάζονται και εκείνη τη γλώσσα που θα καταφέρει όχι µόνο να εκφράσει την πραγµατικότητα των προβληµάτων ως «κοινή», όχι µόνο θα προσδώσει τη µορφή και το όνοµα στο «πρόβληµα», αλλά θα καταφέρει να υιοθετηθεί από το κοινωνικό σώµα, έτσι ώστε να µπορέσουν τελικά να νοµιµοποιηθούν και οι εκάστοτε κρατικές επιλογές.

Και κάπου εδώ φτάνουµε στην ενσωµάτωση αυτής της γλώσσας και από εκείνα τα ριζοσπαστικά πολιτικά κοµµάτια που καταστατικά την αντιµάχονται: δεν είναι µόνο η κοινή χρήση εννοιών, βγαλµένων από τη µιντιακή δυστοπία ή την ακαδηµαϊκή γλώσσα περί εγκλήµατος (από την έννοια της ναρκοµαφίας ως τον κοινωνικό κανιβαλισµό). Είναι πως τα κοινωνικά ζητήµατα που εµφανίζονται ως αδιέξοδα αντιµετωπίζονται είτε ως «αγώνας ενάντια στο έγκληµα», άρα και παραγνωρισµένος από τις κοινωνικές και ταξικές του αναφορές, είτε ως µια µορφή πολέµου, όπου τα λεπτά σηµεία, οι λεπτές γραµµές που χωρίζουν τα πρόσωπα και τις καταστάσεις ανάµεσα στο να πράξει κάποιος κάτι παραβατικό από εκβιασµό ή επιλογή συσκοτίζονται, και οι εµπλεκόµενοι αποκτούν ταυτοποιητικά χαρακτηριστικά µε όρους µιας δαιµονικής κοινότητας η οποία πρέπει να εξαφανιστεί. Γιατί ακριβώς η γλώσσα του «πολέµου» µπορεί να ονοµατίζει ως κοινωνικό κανιβαλισµό και αντικοινωνισµό τις (βίαιες) συµπεριφορές των «λούµπεν» αλλά παραδόξως δεν ονοµατίζει αντίστοιχα τις συνήθεις και καθηµερινές (βίαιες) πρακτικές των µικρών και µεγάλων αφεντικών των Εξαρχείων. Η εκµετάλλευση και η βία, για παράδειγµα, ανθρώπου από άνθρωπο είναι εγκληµατική όταν διαπράττεται από «δίκτυα διακινητών» και «ναρκοµαφίες», αλλά δεν συσχετίζεται µε το «έγκληµα» όταν διαπράττεται υπό το φως της ηµέρας, µέσα στο θεσµικό τους πλαίσιο και τον καθωσπρεπισµό. Το «λουµπεναριό» κάθε είδους είναι «εγκληµατικό», τα αφεντικά, οι µάτσο αρρενωπότητες, οι λευκοί διακινητές, τα «εντός κλίµατος» µπραβιλίκια όχι. Με τον όποιο τρόπο, αυτή η γλώσσα νοµιµοποιεί πως οι «εγκληµατικές φιγούρες» αποτελούν πεδίο απόδοσης δικαίου -του όποιου δικαίου- και όχι µορφές που αναδύονται από τον κοινωνικό-ταξικό ανταγωνισµό. Είναι δηλαδή τα πρόσωπα και οι κοινότητες που πρέπει να αποµακρυνθούν µε τιµωρητικό ή υγειονοµικό τρόπο από το κοινωνικό σώµα και όχι οι σχέσεις εξουσίας και εκµετάλλευσης που οφείλουν να ανατραπούν.

Οι δύο κρατικοί στόχοι και µία παρένθεση

Οι προαναφερόµενοι, δεδηλωµένοι, δύο στόχοι του κράτους στην πραγµατικότητα είναι ο εξής ένας: η κατοχύρωση της παρουσίας της αστυνοµίας στα Εξάρχεια. Σε ό,τι αφορά στον «πόλεµο κατά των ναρκωτικών», δεν χρειάζεται να κατατεθεί η ελάχιστη επιχειρηµατολογία για το ότι είναι το λιγότερο γελοίο να υπερθεµατίζουν οι ιθύνοντες πως µία από τις ισχυρότερες (παρα)οικονοµίες του κόσµου, τα ναρκωτικά, αποτελούν κρατικό στόχο, και ακόµα πιο τραγικό βέβαια είναι να υπάρχουν κάποιοι/ες που να το πιστεύουν. Κάνοντας µία ρεαλιστική µετάφραση των υποκριτικών λεγόµενών τους, θα λέγαµε ότι απλώς µας λένε πως το κράτος επιλέγει κατά καιρούς, βάσει των συµφερόντων του, διαφορετικές τοποθεσίες που θα «σπρώξει» τα προβλήµατα που το ίδιο προκαλεί. Αν έχει κάτι σηµασία, είναι να υπενθυµιστεί ότι τα λεγόµενα «ναρκωτικά» ήταν ανέκαθεν ένα εργαλείο του κράτους για τον έλεγχο, την τιθάσευση και εν τέλει την εξαφάνιση «περισσευούµενων» προλετάριων, «νεαρών, ευαίσθητων, άτακτων» προσώπων καθώς και απελευθερωτικών κινηµάτων -ειδικότερα σε περιόδους µετά από εξεγερσιακά συµβάντα που εµφανίζεται αριθµητική αύξηση όσων ελκύονται από τις ιδέες και τις πρακτικές του εκάστοτε εξεγερσιακού κινήµατος. Από τις ΗΠΑ (όπου κηρύχθηκε «ο πόλεµος κατά των ναρκωτικών» και η «αντιναρκωτική εκστρατεία» για την καταστολή των «µαύρων πανθήρων» αλλά και ως αφορµή για τις σαρωτικές αστυνοµικές επιχειρήσεις στα γκέτο των αφροαµερικανών), τη Γαλλία, τη Γερµανία και την Ελβετία τις δεκαετίες του ΄70 και του ΄80 (όπως το needle park και ο σχεδόν αφανισµός ενός πολυπληθούς αντιεξουσιαστικού ρεύµατος στη Ζυρίχη), την Αργεντινή του 2000, µέχρι και στα δικά µας µέρη, στα Εξάρχεια ως επί το πλείστον στις αρχές της δεκαετίας του ’80 (όπου κυκλοφόρησε ευρέως η ηρωίνη και µάλιστα το τότε αναρχικό κίνηµα αντιπληροφορούσε µε αφίσες πως «οι µπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη») και φυσικά µετά την εξέγερση του 2008 µέχρι τις µέρες µας. Όπως έχει µία σηµασία να επανεµφανιστεί στο προσκήνιο η πολιτική θέση πως οι εξαρτήσεις εν γένει είναι εργαλείο-µέθοδος του κράτους, του καπιταλισµού, των θεσµών και κάθε εξουσιαστικού µορφώµατος.

Τα ναρκωτικά ζουν και βασιλεύουν παντού και ως εµπόρευµα είναι ταξικά, από την παραγωγή έως την κατανάλωσή τους. Οι κοινότητες στους τόπους όπου παράγονται οι «πρώτες ύλες» θα εξακολουθούν να πεθαίνουν από ανείπωτη εκµετάλλευση και από την εκεί ωµή καταστολή. Οι «ναρκοµαφίες» στους δρόµους θα συνεχίσουν να κυκλοφορούν µε τα κατά τόπους αρµόζοντα εµφανισιακά στυλ, τα «γκάνια» τους θα είναι επιµελώς κρυµµένα, οι «βιασµοί» θα γίνονται κεκλεισµένων των θυρών, οι «πόρτες» των νυχτοµάγαζων, των πάρτι, των συναυλιών θα είναι ορθάνοιχτες για αγοραπωλησία. Και από την άλλη, ο κόσµος θα κάνει τη χρήση των ουσιών που υπόσχονται ότι θα ικανοποιήσουν περιστασιακά ή τακτικά την απουσία/έλλειψη ευχαρίστησης, χαλαρότητας, πάθους, σχέσεων, νοήµατος. Κυκλοφορία εµπορεύµατος και κατανάλωση. Με «αξιοπρέπεια», όταν πληρούνται κάποιες προϋποθέσεις: το κάθε πρόσωπο να ανταποκρίνεται στα πολιτισµικά πρότυπα και τις κανονικότητες του κάθε τόπου και φυσικά να διαθέτει χρήµατα… Γιατί όσα πρόσωπα δεν πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις θα συνεχίσουν να περιφέρονται και να παραπαίουν στα πεζοδρόµια, στα στενά και τους δρόµους κάποιων άλλων γειτονιών που θα τους σπρώξει το κράτος, µε αυτά τα «επικίνδυνα, ζοφερά, εξαθλιωµένα, βρώµικα, χεσµένα, σηµαδεµένα» σώµατά τους που τόσο ενοχλούν. Όσο για τις «ευαίσθητες ισορροπίες» αυτού του κόσµου αναφορικά µε τις ουσίες, τις εξαρτήσεις και τα κέρδη του, ο κρατικός µηχανισµός (στρατοί, αστυνοµίες, εισαγγελείς, δικαστές, πολιτικοί) είναι πανταχού παρών, από τις ηγεσίες έως και τους τελευταίους ένστολούς του, ως τοποτηρητής και εγγυητής του και φυσικά ως δήµιος των πλέον «αδύναµων κρίκων» του.

Εξάρχεια, ζωές που συναντιούνται, συνυφαίνονται και συγκρούονται

Πολλοί/ές µέσα στα χρόνια προσπάθησαν και προσπαθούν να αναπαράξουν ή και να αναδηµιουργήσουν για τα Εξάρχεια τους εκάστοτε ιστορικούς συµβολισµούς και να ξαναγράψουν την ιστορία τους «ως αφήγηση ενός γραµµικού χρόνου οµοιογενούς και κενού»[6]. Υπάρχουν εκείνες οι αφηγήσεις που στην ουσία χρησιµοποιούν την ιστορία των ριζοσπαστικών κινήσεων που βρήκαν το έδαφός τους στη γειτονιά των Εξαρχείων προκειµένου να φτιάξουν µια εύπεπτη (και εντέλει ακίνδυνη) εικόνα ανοιχτότητας και εναλλακτισµού, προς όφελος παντός είδους εξευγενισµών. Υπάρχουν και εκείνες οι αφηγήσεις που εγκαθιδρύουν την ιστορία των ριζοσπαστικών κινήσεων της γειτονιάς ως «ενιαία και αδιαίρετη» (από τις «πρώτες» µολότοφ της ΕΠΟΝ ως τις µολότοφ του Δεκέµβρη του ‘08 και πάει λέγοντας) και λειτουργούν µε όρους «µουσειοποίησης» της ιστορίας προς κάθε (ηγεµονική) πολιτική χρήση.

Όπως είναι γνώριµο, δεν υπάρχει κανένα πείραµα, καµιά γεωγραφία, καµία προσπάθεια, καµία δηµιουργία, καµία κίνηση και καµία ακινησία που να διαπερνούν ή να εναντιώνονται στις κυρίαρχες επιταγές και να µην βρίσκονται αντιµέτωπα µε τη θεαµατική και εµπορευµατική τους µεσολάβηση. Τα Εξάρχεια έχουν βιώσει πολλών ειδών τέτοιες προσπάθειες. Από προσπάθειες παραµορφωµένης αναπαράστασης των αδιαµεσολάβητων κοινωνικών διεργασιών τους, µέχρι και προσπάθειες απονοηµατοδότησης όλων όσα υποτίθεται ότι πρεσβεύουν. Όπως σήµερα, µε την εµπορευµατοποίηση σχεδόν κάθε δραστηριότητας, κάθε γωνιάς, κάθε συνάντησης. Με την αφοµοίωση των υπό- και αντί- κουλτούρων από το θέαµα και την αντικατάστασή τους από τον εναλλακτισµό. Ενώ δεν έχει µείνει αλώβητος των µεσολαβήσεων κι ένας από τους σπόρους της εξεγερσιακότητας, που είναι η σύγκρουση: αποχαρακτηρίζεται ή αποκόβεται από τους λόγους της, στουµπώνεται σε στατική ή κινούµενη εικόνα για να µετατρέπεται σε στιγµές σε διαφήµιση «live your myth».

Κανείς δεν µπορεί να αµφισβητήσει πως η συγκεκριµένη γειτονιά, υπήρξε ιστορικό επίκεντρο των αντιστάσεων από τη δεκαετία του ‘60 και έπειτα, ή πως είναι το έδαφος όπου συναντιούνται και γονιµοποιούνται πολλές υπο- και αντι-κουλτούρες. Όπως κανείς δεν µπορεί να αµφισβητήσει πως αποτέλεσε ανέκαθεν ένα ιδιότυπο έδαφος «ανάπαυλας» για κάθε πρόσωπο που «εξοριζόταν» από οποιοδήποτε άλλο σηµείο της πόλης. Πάντα όµως ήταν πανταχού παρόντα τα µαγαζιά και οι µαγαζάτορες, αυτοί που πνίγονταν όχι από τα δακρυγόνα αλλά από τα «µπάχαλα». Πάντα υπήρχαν τα µπραβιλίκια (ειδικά από τότε που η περιοχή απέκτησε πληθώρα εναλλακτικών νυχτοµάγαζων από τα µέσα του 2000), τα ναρκωτικά, που βρήκαν γόνιµο έδαφος στο θεµατικό πάρκο της νυχτοκατανάλωσης, η «κινηµατική καφρίλα», οι «συµµαχίες µε τον διάβολο», οι λογικές της ενσωµάτωσης κ.ο.κ.

Τα «κοινωνικά προβλήµατα» δεν υπάρχουν αφ’ εαυτού, δεν εµφανίζονται από το πουθενά και σίγουρα δεν αφορούν απλές µορφές «προβληµάτων» πάνω στα οποία απαιτείται µια «εναντιωµατική ενέργεια» που θα δράσει καταλυτικά: η δράση για την καταστροφή της «µορφής» του προβλήµατος (στη συγκεκριµένη περίπτωση των οµάδων που σπρώχνουν ουσίες στα Εξάρχεια), απλά αορατοποιεί τις συνθήκες, τα συµφέροντα και τις κοινωνικές/ταξικές σχέσεις που το γεννούν. Αν δεν υπονοµεύεται ολόκληρος ο πολιτισµός αυτού του κόσµου, αυτό που αποµένει είναι µια ιδιότυπη κατασταλτική δράση απέναντι σε κάποιον ουρανοκατέβατο «κοινωνικό κανιβαλισµό» που τον επιτελούν απλά κάποια πρόσωπα. Όσο µάλιστα τα πρόσωπα αυτά µορφοποιούνται πάνω στους «ξενόφερτους απόκληρους» τόσο η κατάσταση εξαίρεσης θα επιβεβαιώνει την κοινωνική διασπορά της. Ενώ το οποιοδήποτε «πρόβληµα» αφήνεται αλώβητο να αναπαραχθεί σε νέους τόπους, χρόνους και υποκείµενα.

Αυτό που κάνει ιδιαίτερα τα Εξάρχεια είναι ότι για δεκαετίες αµφισβητούνται όσα σε άλλες γειτονιές αποτελούν κυρίαρχα σηµεία της ταυτότητάς τους: εξατοµίκευση, αδράνεια, µαταιότητα, στασιµότητα, ανθρωποφαγία. Πάντα υπήρχαν ζωντανές εκείνες οι κινηµατικές και κοινωνικές δυνάµεις που έσπαγαν τα µονοπώλια αυτών των «αξιών». Το ότι αυτές οι αξίες όµως αµφισβητούνται δεν σηµαίνει ότι δεν είναι πανταχού παρούσες ή ότι τα Εξάρχεια αποτελούν έναν εξαγνισµένο ιστορικό τόπο ανταρσίας που µόλις πολύ πρόσφατα δέχεται τις πιέσεις του «κοινωνικού κανιβαλισµού» και των οργανωµένων κρατικών-κατασταλτικών σχεδιασµών. Τα Εξάρχεια, µπορεί στην τρέχουσα συγκυρία να βρίσκονται στο επίκεντρο µιας κατασταλτικής εκστρατείας (που φροντίζει επιµελώς τους επικοινωνιακούς της κώδικες) στο κέντρο της Αθήνας, ωστόσο αποτελούν το δέντρο και όχι το δάσος της κρατικής καταστολής. Είναι ένα πολυπόθητο τρόπαιο για το κράτος και το παιχνίδι των συµβολισµών του ενάντια σε κάθε µορφή κοινωνικής αντίστασης και κάθε έδαφος που µπορεί να προσφέρει άσυλο σε φυγάδες και σε απόκληρους/ες. Τα κατασταλτικά δόγµατα που εφαρµόζονται στη συγκεκριµένη γειτονιά συνυφαίνονται µε την όξυνση της καταστολής των µεταναστ(ρι)ών, τις επιχειρήσεις σκούπα στο κέντρο της πόλης ενάντια στους «περιττούς», την ανέγερση νέων φυλακών και στρατοπέδων «φιλοξενίας»… Το ζήτηµα των Εξαρχείων και της καταστολής τους δεν θα παιχτεί στους στενούς τους δρόµους (ή όχι µόνο εκεί τουλάχιστον). Θα παιχτεί στους δρόµους, τα πεζοδρόµια, τις πλατείες και τις λεωφόρους κάθε γειτονιάς, θα παιχτεί στους τοίχους, τις συνελεύσεις, τα πειράµατα, τις σχέσεις, τη δηµιουργικότητα, την παραγωγή αντιδοµών, τις κοινωνικές συγκρούσεις…

Όταν το συµβάν δεν αντιµετωπίζεται ως µία στιγµή αποκάλυψης

«η ιδεολογία δεν είναι ένα έτοιµο πρόγραµµα προς εφαρµογή και κατά βάθος δεν εξηγεί τίποτα -µάλλον η επίδρασή της πάνω σε ένα συµβάν είναι εκείνο που πρέπει να εξηγηθεί.»[7]

Η «υπόθεση Εξάρχεια», στην παρούσα συγκυρία, είχε έρθει στο προσκήνιο από την προηγούµενη διακυβέρνηση (ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ) µε την καταστολή να συµπληρώνει στη χειραγώγηση ένα µελετηµένο παιχνίδι απόσπασης συναινέσεων (µε διαφόρων ειδών θεσµούς και υπουργούς να καλούν µέχρι και σε «κινηµατικό διάλογο»). Αν τα «ναρκωτικά» και η «παραβατικότητα» προκρίθηκαν ως το καταλληλότερο πρόσχηµα για τις κατασταλτικές επιχειρήσεις όλο αυτό το διάστηµα µέχρι και σήµερα, µένει να το εξετάσει το αναρχικό, αντιεξουσιαστικό και κάθε κίνηµα που κρίνει ότι το αφορά.

Σε πολιτικό-κοινωνικό και οικονοµικό επίπεδο, η δεξιά διακυβέρνηση -ελλείψει σοβαρών διαφοροποιήσεων από την αριστερή εκδοχή της στις επιταγές της νεοφιλελεύθερης κρατικής/καπιταλιστικής διαχείρισης και χωρίς να επικεντρώνει στους «συναινετικούς διαλόγους» (όπως οι προκάτοχοι της)- πριµοδοτεί την επίδειξη και τον σχεδιασµό κατασταλτικών στρατηγικών, προκειµένου να επιβάλει και να συνεχίσει µία εν πολλοίς κοινή ατζέντα: το ξεχέρσωµα κάθε ανεξέλεγκτης από το κράτος εστίας αντίστασης και κοινοτικής ζωής, κάθε αλληλεπίδρασης και κοινού αγώνα των «εξαιρούµενων» µεταναστ(ρι)ών µε τους ντόπιους (και µάλιστα ενόψει περαιτέρω σκλήρυνσης της αντιµεταναστευτικής πολιτικής του ασύλου, των στρατοπέδων και της αορατότητας), το χτύπηµα κάθε απελευθερωτικής δυνατότητας που γεννούν αυτές οι σχέσεις (από τη δηµιουργία αντιδοµών µέχρι τη σύγκρουση)· την εγκαθίδρυση της αστυνοµικής παρουσίας ως τοποτηρητή ενός γενικευµένου πλάνου «εξευγενισµού» των Εξαρχείων (µε τα µετρό, τα µουσεία, τις πεζοδροµήσεις και το ιδεολόγηµα της «καθαρής πόλης») που θα προστατεύει τις στοχεύσεις ενός αδυσώπητου real estate (από τις αγοραπωλησίες και ενοικιάσεις ακινήτων, το air-bnb και τη δηµιουργία τουριστικών δοµών µέχρι τον έλεγχο της αγοράς των συγκεκριµένων περιοχών του κέντρου της Αθήνας) µε την ταυτόχρονη καταστολή (ιδεολογικά και υλικά) της µοναδικής αντιπρότασης στο ζήτηµα της ιδιοκτησίας, της κατοικίας, της διαχείρισης των καθηµερινών αναγκών και της δηµιουργίας απελεύθερων σχέσεων, που είναι οι καταλήψεις· και φυσικά τον έλεγχο και την καταστολή ενός τόπου όπου παρά τα προβλήµατα και τις αντιφάσεις του εξακολουθούν να λαµβάνουν χώρα (ή να υπάρχουν ως υπαρκτές δυνατότητες) κοινωνικές ζυµώσεις και αγώνες µε απελευθερωτικό, ανατρεπτικό προσανατολισµό.

Άλλωστε, η συγκεκριµένη «υπόθεση Εξάρχεια» αντλεί αλλά και παρέχει τους συµβολισµούς της στο σήµερα µέσω µίας ευρύτερης και ακόµα πιο κρίσιµης στρατηγικής που αναλαµβάνει η νέα δεξιά διακυβέρνηση. Συνέχιση και επίταση της λεηλασίας και της ισοπέδωσης υπό το µανδύα των «αναπτυξιακών και ενεργειακών σχεδιασµών» (λιµάνι Πειραιά, πρώην αεροδρόµιο Ελληνικού, Σκουριές, εξορύξεις υδρογονανθράκων, αιολικά πάρκα κ.ά.), περαιτέρω οχύρωση του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης µε επίταση των ιδεολογηµάτων της ασφάλειας και της νοµιµότητας (κατάργηση πανεπιστηµιακού ασύλου, επαναφορά της µηχανοκίνητης οµάδας ΔΕΛΤΑ, αύξηση των προσλήψεων στα σώµατα ασφαλείας, αστυνοµικές ταυτότητες µε βιοµετρικά δεδοµένα κ.ά.), όξυνση της κατάστασης «εξαίρεσης» και γκετοποίησης των µεταναστ(ρι)ών (σχεδιασµοί για κατάργηση του δεύτερου βαθµού εξέτασης ασύλου, επίταση των απελάσεων, µετατροπή κέντρων «φιλοξενίας» ή «υποδοχής» σε κλειστά κέντρα κράτησης, παροχή υπό προϋποθέσεις πρωτοβάθµιας ιατροφαρµακευτικής και νοσοκοµειακής περίθαλψης) αλλά και των έγκλειστων σε στρατόπεδα/φυλακές/ψυχιατρεία, διάχυση του εθνικισµού και µιλιταρισµού µε παράλληλη αναβάθµιση του στρατιωτικο-αστυνοµικού συµπλέγµατος και των πολεµικών ρητορικών και φυσικά περιθωριοποίηση και καταστολή όσων αντιστέκονται ή δεν χωράνε στην εθνική/έµφυλη/πολιτισµική/ταξική «κανονικότητα» των δογµάτων του «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια».

Η στοχοποίηση από το ελληνικό κράτος του αναρχικού, αντιεξουσιαστικού χώρου δεν σταµάτησε ποτέ, αυτό που συνέβαινε και συµβαίνει είναι οι αλλαγές των κατασταλτικών ιδεολογηµάτων και στρατηγικών. Εδώ και δεκαετίες, αυτός ο χώρος είναι σχεδόν ο µόνος που δοκιµάζει, προτείνει, εκτίθεται µε σκοπό την ανατροπή αυτού του κόσµου. Έρχεται αντιµέτωπος µε την καταστολή σχεδόν σε κάθε πτυχή της καθηµερινότητάς του. Η συµβολοποίηση της σχέσης των αναρχικών µε τα Εξάρχεια έχει µεγάλη ιστορία, ωστόσο η καταστολή δεν περιορίζεται σε αυτό το αστικό πεδίο…

Κάποιες σκέψεις…

«Δεν σας κρύβω ότι κατά τη γνώµη µου αφού εµπεδωθεί ένα κλίµα ασφάλειας και τάξης και ενίσχυσης της παρουσίας της ελληνικής αστυνοµίας στις περιοχές αυτές, χρειάζεται πάρα πολλή δουλειά στις γειτονιές κι αυτή είναι µία δουλειά που δεν είναι αστυνοµική […]. Είναι πολύ σηµαντικό να αρχίσουµε να µιλάµε στα παιδιά στις γειτονιές, κι αυτό σηµαίνει ότι θα πρέπει να υπάρξει µία συζήτηση στην οποία θα υπάρξουν εναλλακτικές αφηγήσεις απέναντι σε αυτό που σήµερα φαίνεται, ακούγεται ελκυστικό στ’ αυτιά ορισµένων που είναι ένας λόγος ριζοσπαστικός, εξτρεµιστικός, ένας λόγος, αν θέλετε, βαριά κριτικός.»[8]

Η κατασταλτική επιχείρηση της 26ης Αυγούστου στα Εξάρχεια είχε τις σηµασίες της, κατονόµασε τους στόχους της, κατέστειλε και απείλησε ότι θα επιβάλει τις δικές της αφηγήσεις.

Αν µπορεί να σταθεί κάτι ανάχωµα στις συστηµικές αφηγήσεις, αυτό δεν είναι παρά οι συλλογικές αφηγήσεις των αντιστεκόµενων, αυτές που δεν διαχωρίζουν τη µορφή από το περιεχόµενο, τον λόγο από τη δράση, τη δοµή από τα υποκείµενα. Αυτές οι αφηγήσεις που δεν ιεραρχούν καταπιέσεις, δεν συρρικνώνονται στη διχοτόµηση δήµιων και θυµάτων, διαφοράς και οµοιότητας, αλλά βασίζονται στην αντίληψη ενός κόσµου καταπιεστών και καταπιεζόµενων, που είναι και η µόνη αντίληψη για να αναπνέουν οι αντιστάσεις.

Οι µηχανισµοί γνωρίζουν καλά πως οι νέες ταξινοµήσεις (είτε γλωσσικές είτε βιοπολιτικές) είναι µια κάποια λύση στις κρίσεις του συστήµατος και την ανασυγκρότησή του, καθώς αυτές αναδιατυπώνουν και αναδιατάσσουν τις κοινωνικές σχέσεις. Και αν οι λέξεις κλειδιά για τις κρίσεις, σε διαλεκτική µε την κοινωνία, είναι η αστάθεια και η αβεβαιότητα, τότε αυτό που µας αφορά είναι: ποιες είναι αυτές οι «νέες» σχέσεις που παλεύουν οι κυρίαρχοι να επιβάλουν και πώς θα τους αντισταθούµε;

Ίσως αντί να µας απορροφήσει η ιεροτελεστία της εξουσίας, του κράτους, του καπιταλισµού, της πατριαρχίας, θα ήταν προτιµότερο να προσπαθήσουµε να συνταιριάξουµε, συνθέσουµε, δηµιουργήσουµε πολλαπλότητες αυτοοργανωµένης αντίστασης και καθηµερινής ζωής που δεν θα ανάγονται στο σύνολο των µερών τους αλλά που διακαώς θα αναρωτιούνται βηµατίζοντας τι σηµαίνει να παίρνουµε µέρος, να χειραφετούµαστε, να αντιστεκόµαστε, να συνδεόµαστε µε τις ζωές και τις δράσεις των άλλων.

αναρχικές/οί από τις δυτικές συνοικίες της αθήνας και τον πειραιά

………………………………..

[1]«Ξεκίνησε μια αθόρυβη, τελευταίας τεχνολογίας ηλεκτρική σκούπα, θα μπορούσαμε να πούμε, η οποία είναι η αστυνομία, η οποία σιγά σιγά θα ρουφήξει όλα τα σκουπίδια μέσα από τα Εξάρχεια. Προοδευτικά, δημοκρατικά με το σχεδιασμό από τα επιτελεία της αστυνομίας… Δεν εννοούμε τους μετανάστες που αποτελούν μία σκόνη, που μπορεί να έχει ενοχλητικό χαρακτήρα, αλλά δεν έχει καίριο χαρακτήρα για τα Εξάρχεια. Εννοούμε τα πραγματικά σκουπίδια, τις δέκα καταλήψεις, τις οποίες τις έχουν σκληροί ποινικοί, ακροαριστεροί, ακροαναρχικοί, άνθρωποι ιδιαίτεροι…». Tο παραπάνω αποτελεί απόσπασμα από τηλεοπτική δήλωση του συνδικαλιστή μπάτσου Μπαλάσκα Σταύρου (από τη θέση του αντιπροέδρου και ειδικού γραμματέα ΠΟΑΣΥ) το πρωί της 26ης Αυγούστου, κατά τη διάρκεια της αστυνομικής επιχείρησης εκκένωσης 4 καταλήψεων στα Εξάρχεια.

[2]Ατάκες σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις ενός γνωστού ματαιόδοξου τηλεμαϊντανού, δημοσιογραφίσκου και νυν βουλευτή της ΝΔ.

[3]Ann Laura Stoler (1995, “race and the education of desire […]”)

[4]Πέτσας Στ. (κυβερνητικός εκπρόσωπος ΝΔ), 26.08.2019

[5]Ζαχαριάδης Κ. (βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ), 26.08.2019

[6]BenjaminWalter (“Θέσεις για την Ιστορία της Φιλοσοφίας”)

[7]Traverso Εnzo (“Η ιστορία ως πεδίο μάχης”)

[8]Βορίδης Μ. (Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης), 26.08.2019